ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Να κάνουμε αυτό που λέμε

Του Γιάννη Ιωάννου

Του Γιάννη Ιωάννου

Το πώς φτάσαμε σχεδόν μια πενταετία μετά από την κατάρρευση των συνομιλιών στο Κραν Μοντάνα να επαναφέρουμε –μέσω διαρροών εγγράφων του ΟΗΕ– το τι συνέβη και δεν λύθηκε το Κυπριακό, αποτελεί την τέλεια παράφραση του Παπαδιαμάντη και του «Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων;». Θρηνούσα, προφανώς, είναι η ίδια η Κυπριακή Δημοκρατία, που μετά το 2017 δείχνει να βυθίζεται στη δίνη της πολιτικής παρακμής και της οριστικής, πλέον, διχοτόμησης. Το 2017, η αίσθηση πλέον αυτή είναι, έκλεισε οριστικά ο κύκλος των συνομιλιών στο Κυπριακό όπως αυτό το γνωρίσαμε τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Έκτοτε, η Τουρκία, που πριν προσέλθει στο Κραν Μοντάνα της Ελβετίας ανέφερε ρητώς πως θα είναι η τελευταία φορά που συνομιλεί την προοπτική της ομοσπονδίας, άλλαξε το παράδειγμα στο Κυπριακό: Προχώρησε σε έξι παράνομες γεωτρήσεις, επέβαλε τον Τατάρ στην ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας και άνοιξε το Βαρώσι. Και τα τελευταία δύο χρόνια δηλώνει, με κάθε έμφαση διεθνώς και περιφερειακά, πως στην Κύπρο υπάρχουν δύο κράτη και πως μόνο μέσω των δύο κρατών θα υπάρξει λύση στο Κυπριακό.

Τις τελευταίες εβδομάδες είδαμε ένα saga στα δημοσιεύματα του ε/κ Τύπου για τα πρακτικά του Κραν Μοντάνα. Αφορμή στάθηκε η μετά το 2017 συζήτηση για το αν ο ΠτΔ, Νίκος Αναστασιάδης, «τούμπαρε τις συνομιλίες και σηκώθηκε κι έφυγε από την Ελβετία» ή αν η Τουρκία έκανε ή δεν έκανε ανοίγματα στο ζήτημα της κατάργησης των εγγυήσεων. Η συζήτηση, όπως διαμορφώθηκε, επαναφέρει τα όσα ειπώθηκαν, γράφτηκαν ή συζητήθηκαν στη δημόσια σφαίρα εκείνο το καλοκαίρι του 2017 μετά την κατάρρευση των συνομιλιών, ενώ εμπεριέχει μέσα της –πέραν των προεκλογικών σκοπιμοτήτων ενόψει του 2023– και τη συζήτηση για το αν ο Αναστασιάδης πρότεινε στην Τουρκία λύση δύο κρατών, πράγμα που παραδέχτηκε ανοικτά σε συνέντευξή του στον «Πολίτη» ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου αλλά και ο κ. Μαυρογιάννης με πιο διπλωματική διατύπωση. Σε αυτό το saga φυσικά υπήρξαν όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του κυπριακού συγκείμενου, όταν η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την Τουρκία και το Κυπριακό.

Μια μερίδα κόσμου, ακαδημαϊκών και δημοσιογράφων βλέπουν διαχρονικά την Τουρκία με δυσπιστία. Προσεγγίζουν σχεδόν πάντα το Κυπριακό, ως άλυτο διεθνές πρόβλημα, στη λογική του ότι η Τουρκία θέλει να ελέγξει τα πάντα στην Κύπρο μέσω της λύσης. Η σχολή σκέψης αυτή στο Κυπριακό εκφράστηκε ιδεολογικά, επιστημονικά και πολιτικά σε διάφορες χρονικές περιόδους της σύγχρονης ιστορίας του κυπριακού προβλήματος, με αποκορύφωμα το 2004 και την απόρριψη του σχεδίου Ανάν. Κοινώς δικαιώθηκε. Εκεί που απέτυχε ωστόσο ήταν στη δεύτερη καλύτερη λύση –το στάτους κβο–το οποίο η Τουρκία μετά το 2017 αποδόμησε με ξεκάθαρο πολιτικό και στρατιωτικό αποτύπωμα, σε ΑΟΖ, Βαρώσι και στρατιωτικές βάσεις στα Κατεχόμενα. Στον αντίποδα αυτής της σχολής υπήρξε μια άλλη που προσπάθησε να προσεγγίσει το Κυπριακό μέσω ενός έντιμου συμβιβασμού που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κοινή συμπόρευση Ε/κ και Τ/κ και που μετά το 2004 είδε μια δεύτερη ευκαιρία για λύση στο Κυπριακό, το αποκορύφωμα της οποίας ήρθε μετά το 2013 με την εκλογή Αναστασιάδη και τα όσα οδήγησαν, το 2017, στην κορύφωση των συνομιλιών στο Κραν Μοντάνα. Και αυτή η σχολή δικαιώθηκε όταν η Τουρκία αποδέχτηκε να συζητήσει, στο τραπέζι των συνομιλιών, το ζήτημα των εγγυήσεων. Εκεί που απέτυχε ωστόσο είναι στην στάθμιση τόσο του παράγοντα Αναστασιάδη, ο οποίος διαφοροποιήθηκε αισθητά από τον ηγέτη του «Ναι» το 2004 όσο και ως προς τη συνολική υπόθεσή της για τα γεωπολιτικά οφέλη της Τουρκίας από μια επίλυση του Κυπριακού. Ούτε ο Ερντογάν του 2004 ή του 2013, και μαζί του η Τουρκία, είναι ο σημερινός Ερντογάν.

Με το κλείσιμο του Κυπριακού όπως το γνωρίσαμε οι δύο αυτές σχολές σκέψης στο Κυπριακό δίνουν μια τελική μάχη επιβίωσης για το ποιος είχε την απόλυτη αλήθεια την περίοδο 2004-2017 –που ακολούθησε του σχεδίου Ανάν. Προφανώς δεν υπάρχουν καλοί και κακοί αλλά υπάρχουν ερμηνείες επί ερμηνειών, επιμέρους συμπεράσματα και πολλές σκοπιμότητες. Που μεταξύ άλλων καταδεικνύουν πως το σύνολο της ελληνοκυπριακής ελίτ δεν έχει μια ενιαία θέση για το τι λύση επιδιώκεται στο Κυπριακό. Εξάλλου το συμφωνημένο πλαίσιο λύσης του Κυπριακού μετά τις Συμφωνίες Κορυφής ’77-79 κι όπως αυτό διαμορφώθηκε τις δεκαετίες’80 και ’90 ο καθένας το ερμήνευε πάντα κατά το δοκούν. Από «τη λύση με σωστό περιεχόμενο» και τη «Νέα Στρατηγική» μέχρι τη «χαλαρή» ή «αποκεντρωμένη Ομοσπονδία» και όλοι μαζί με το «να απαλλαχτούμε από το απαράδεκτο στάτους κβο». Ο κόσμος εκεί έξω λίγα γνωρίζει και λιγότερα καταλαβαίνει. Εδώ που φτάσαμε, χρειαζόμαστε μια νέα σχολή σκέψης στο Κυπριακό. Όχι ως προς το περιεχόμενο της λύσης, τις «ιδεοθύελλες» και τους «νέους ρεαλισμούς». Αλλά ως προς το αυτονόητο: Να δουλέψει γι’ αυτό που η κοινωνία θα συμφωνήσει/επιλέξει –ομόφωνα– στο Κυπριακό. Nα κάνει ό,τι λέει.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Γιάννη Ιωάννου

Γιάννης Ιωάννου: Τελευταία Ενημέρωση