
Του Σταύρου Χριστοδούλου
Αντιλαμβάνομαι τη δυσκολία οι νεότεροι σε ηλικία να κατανοήσουν το DNA της ΕΔΕΚ. Ο Μαρίνος Σιζόπουλος άλλωστε έκανε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να το αλλοιώσει, μετατρέποντας το κόμμα σε ένα συρρικνωμένο μόρφωμα που παπαγαλίζει σοσιαλιστικά τσιτάτα, ενώ υιοθετεί τα πολιτικά φερσίματα του ακροδεξιού ΕΛΑΜ. Είναι οξύμωρο, ναι, όμως ο Σιζόπουλος αφού κατέπνιξε κάθε αντιπολιτευτική φωνή στο εσωτερικό του κόμματος επέλεξε να βαδίσει στα επικίνδυνα μονοπάτια του εθνικισμού, απεμπολώντας τα στοιχειώδη κοινωνικά χαρακτηριστικά ενός σοσιαλιστικού κόμματος (όπως η μεταρρύθμιση του Γενικού Συστήματος Υγείας για να παραμείνουμε σε ένα μόνο κραυγαλέο παράδειγμα). Είναι δύσκολο λοιπόν για τους νεότερους να υποψιαστούν καν αυτό που η ΕΔΕΚ υπήρξε στο παρελθόν, επί των ημερών του ιστορικού της ηγέτη.
Ο Βάσος Λυσσαρίδης ήταν ένας βαθιά καλλιεργημένος άνθρωπος, χαρακτηριστικό που υπερίσχυε του όποιου πολιτικού και ιδεολογικού του προσανατολισμού. Γι’ αυτό έχαιρε εκτίμησης, ακόμα και από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ήταν και δεινός ρήτορας, με υψηλή δημοφιλία, η οποία όμως δεν συμβάδιζε με τα εκλογικά ποσοστά του κόμματός του. «Μας ερωτεύονται αλλά δεν μας παντρεύονται» συνήθιζε να λέει χαριτολογώντας, αποτυπώνοντας έτσι μια μεγάλη πολιτική αλήθεια: η συμπάθεια ή και ο σεβασμός δεν κεφαλαιοποιούνται απαραίτητα σε ψήφους. Αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, όμως, σε συνδυασμό με μια μαχητική δημοκρατική διαδρομή, λειτούργησαν ως πόλος έλξης για πολύ αξιόλογους ανθρώπους. Έτσι η ΕΔΕΚ κατάφερε να προσελκύσει πρόσωπα της διανόησης, αγωνιστές της δημοκρατίας και σκεπτόμενους πολίτες που αναζητούσαν πολιτικές απαντήσεις στον σοσιαλιστικό χώρο. Ώσπου φτάσαμε στα σημερινά χάλια. Ένα κόμμα που φυλλορροεί, σκιά του παλιού του εαυτού. Ένα κόμμα που βυθίζεται στην εσωστρέφεια, αναλώνεται σε μικρότητες και μετράει διαρκώς διαρροές.
Επί Μαρίνου Σιζόπουλου έγινε το μεγάλο ξεκαθάρισμα. Κι όσο πιο μονολιθική γινόταν η ΕΔΕΚ τόσο μίκραινε η εμβέλειά της. Το πιο ενδιαφέρον σε αυτόν τον εμφύλιο σπαραγμό είναι η απουσία οποιουδήποτε ιδεολογικού ή πολιτικού έστω περιεχομένου. Προσωπικές ήταν οι συγκρούσεις και προσωπικό το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών. Με αποτέλεσμα το κόμμα να απαξιώνεται χρόνο με τον χρόνο κατρακυλώντας στις δημοσκοπήσεις. «Η ΕΔΕΚ δεν είναι παρελθόν – είναι το παρόν και το μέλλον του προοδευτικού κινήματος στην Κύπρο», δήλωσε ο Μορφάκης Σολομωνίδης, διεκδικητής της προεδρίας στη μετά Σιζόπουλο εποχή. Αναρωτιέμαι αν η δήλωση έγινε από κεκτημένη ταχύτητα ή αν πρόκειται για άγνοια της πραγματικότητας. Ποιο προοδευτικό κίνημα; Ή έχουν χάσει οι λέξεις το νόημά τους ή η ΕΔΕΚ μαϊμουδίζει αυτό που υπήρξε κάποτε. Αν ισχύει το δεύτερο, η κάλπη του 2026 θα την τιμωρήσει.
Η παραίτηση Σιζόπουλου, με τον τρόπο που έγινε, αποδείχτηκε το τελευταίο κτύπημα στο ετοιμόρροπο κόμμα του. Αξίζει να σκεφτούμε με μια ανάποδη λογική και να αναρωτηθούμε: τι θα γινόταν άραγε αν ο νυν πρόεδρος είχε τη γενναιότητα να παραδεχτεί το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η ΕΔΕΚ και ν’ ανοίξει την πόρτα της εξόδου για να προσφέρει μια νέα προοπτική; Αν είχε το σθένος δηλαδή να αρθρώσει ένα mea culpa, αναγνωρίζοντας το μερίδιο της πολιτικής ευθύνης που του αναλογεί για τη συρρίκνωση του κόμματος. Η ειλικρίνεια πονάει και ενίοτε προκαλεί πολιτικό κόστος. Είναι όμως πιο πειστική από τις δικαιολογίες για την εκπνοή των δύο θητειών (δεν βγαίνουν και τα μαθηματικά) που ο πρόεδρος της ΕΔΕΚ επέλεξε να επικαλεστεί.
Το πιο ενδιαφέρον πάντως σε αυτή την κατά τ’ άλλα άχαρη ιστορία είναι το στοιχείο του δημόσιου διαλόγου. Το γεγονός ότι έπειτα από καιρό ΕΔΕΚογενείς πολιτικοί –ιστορικά στελέχη που παραμένουν ενεργά ή αποστασιοποιήθηκαν– εξέθεσαν τις προτάσεις και την αγωνία τους για το μέλλον του κόμματος. Ο διάλογος στη δημόσια σφαίρα ήταν παραγωγικός και δίνει τρόπους εξόδου από την κρίση εάν πρυτανεύσει η ενότητα και παραμεριστεί η τοξικότητα των παλιών συγκρούσεων. Αν δηλαδή η ΕΔΕΚ ανοίξει τις πόρτες της για να επαναπατρισθούν τα στελέχη της. Η ηγεσία Σιζόπουλου φαίνεται να κωφεύει. Το ερώτημα όμως τη βαραίνει και είναι αμείλικτο: Κλείνει ο ιστορικός κύκλος ενός ιστορικού κόμματος, κι αν ναι, ποιος ευθύνεται γι’ αυτό;