
Του Σταύρου Χριστοδούλου
Λέω να πιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε την περασμένη Κυριακή, με αφορμή το κείμενο που συνυπέγραψαν 400 προσωπικότητες διεθνούς κύρους για τη γενοκτονία στη Γάζα. Προκαλώντας τον καθένα από εμάς να σκεφτεί σε ποια όχθη κατατάσσει τον εαυτό του. Γιατί η πολιτική ευθύνη είναι ατομική και το βάρος της αντιστοιχεί στην ενσυναίσθηση που διαθέτει ο καθένας μας. Τι άλλο από έλλειψη ενσυναίσθησης είναι η υιοθέτηση της προπαγάνδας του Ισραήλ ότι τα περί λιμού στη Γάζα είναι μυθεύματα; Ενώ τα γεγονότα βοούν και η UNICEF προειδοποιεί για τον κίνδυνο να αφανιστούν 14.000 παιδιά από την ασιτία. Αλλά αν δεχτούμε ότι υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας που σιγοντάρουν τη δολοφονική πολιτική του Νετανιάχου, τι πρέπει να πούμε για το επίσημο κράτος; Το οποίο δεν ανήκει σε κανένα Χριστοδουλίδη και σε κανένα κόμμα. Αυτή η πατρίδα, το κράτος Κύπρος, είμαστε όλοι εμείς. Κι έχουμε κάθε δικαίωμα να απαιτούμε από τους καθ’ ύλην αρμόδιους να μην κλείνουν τα μάτια και τ’ αυτιά τους στη θηριωδία που εκτυλίσσεται στην πίσω αυλή μας. Η κυβέρνησή μας, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των εταίρων μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πρώτα αρνήθηκε να στηρίξει την πρόταση για επανεξέταση των σχέσεων με το Ισραήλ. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αρνήθηκε να συνυπογράψει και την έκκληση για ανεμπόδιστη παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας προς τη Γάζα.
Είμαστε ό,τι επιλέγουμε να είμαστε. Με άλλα λόγια είμαστε οι επιλογές μας. Γι’ αυτό, αν στρέψουμε το βλέμμα προς το εσωτερικό της χώρας μας, θα βρεθούμε αντιμέτωποι είτε το θέλουμε είτε όχι με την αγριότητα που διαπράχθηκε προ ημερών από κουκουλοφόρους στο οίκημα των Λαϊκών Οργανώσεων Λακατάμιας. Η «βολική» εκδοχή είναι ότι πρόκειται για χούλιγκαν, μια πράξη βίας οπαδών του ΑΠΟΕΛ ενάντια στους οπαδούς της ΟΜΟΝΟΙΑΣ. Πλην, όμως, η πρόσφατη ιστορία μάς έκανε πολύ πιο υποψιασμένους ώστε ν’ αναγνωρίζουμε τον συριγμό του φιδιού. Η ακροδεξιά βία έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που δεν κρύβονται. «Μπούκαραν στον χώρο περίπου πενήντα-εξήντα άτομα. Όλοι είχαν καλυμμένα τα πρόσωπά τους. Εκείνη τη στιγμή ο σύλλογος είχε μέσα επτά άτομα, οι μισοί περίπου ηλικιωμένοι. Άρχισαν τους βανδαλισμούς. Έριξαν κάτω ένα πρόσωπο και τον κτυπούσαν 15 άτομα με ρόπαλα και λοστούς. Ζει από θαύμα», δήλωσε αυτόπτης μάρτυρας. Έχοντας μελετήσει την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής, το μυαλό μου κατευθείαν πήγε στην επίθεση ενός Τάγματος Εφόδου τον Ιούνιο του 2008. Στη διασταύρωση των οδών Αριστοβούλου και Πυλάδου, 20 Χρυσαυγίτες μπούκαραν με σκεπάρνια και μαχαίρια στο αντιεξουσιαστικό στέκι «Αντίπνοια». Τα διέλυσαν όλα και τραυμάτισαν σοβαρά δύο άτομα. Μια δολοφονική μηχανή που σταμάτησε μόνο όταν ο αρχηγός τους φώναξε: «Τέλος χρόνου». Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε δυστυχώς. Έχει σημάνει το τέλος χρόνου και ο καθένας πρέπει να αναμετρηθεί με τη συνείδησή του, είτε πρόκειται για την ακροδεξιά βία, είτε για την κρατική βία του Ισραήλ, είτε για τον βιασμό της νοημοσύνης μας από τον «χρήσιμο ηλίθιο» που 73.000 ψηφοφόροι έστειλαν στο Ευρωκοινοβούλιο και αρνήθηκε την επιστροφή των 20.000 παιδιών που απήγαγε η Ρωσία από την Ουκρανία. Ο καθένας καλείται να επιλέξει με ποιον θα ταχθεί.
Αντί άλλου επιλόγου, διαβάστε το συγκλονιστικό απόσπασμα από την αγόρευση του Θανάση Καμπαγιάννη στη δίκη της Χρυσής Αυγής («Με τις μέλισσες ή με τους λύκους», Εκδ. Αντίποδες): «… εκείνη την άγρια νύχτα, δεν έδρασε μόνο ο κόσμος των λύκων, γιατί αγέλη λύκων ήταν αυτοί που χίμηξαν πάνω στον Παύλο Φύσσα. Αλλά έδρασε, αναδύθηκε και ο κόσμος των μελισσών, ο κόσμος της αλληλεγγύης, της ανθρωπιάς, ο κόσμος που βλέπει έναν άνθρωπο πεσμένο κάτω, αιμόφυρτο, σε ανάγκη, και δεν λέει “να ένας ξένος”, αλλά λέει “να, ο αδελφός μου”. Γι’ αυτό τον λόγο (…) καλείστε κυρίες και κύριοι δικαστές να τοποθετηθείτε, κι εσείς κυρία πρόεδρε, με ποιον είστε; Με τις μέλισσες ή με τους λύκους;». Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους καλούμαστε και εμείς ως πολίτες, αγαπητοί αναγνώστες, να τοποθετηθούμε: Με ποιον είμαστε;