
Συνήθως πηγαίνω γύρω στις πέντε το απόγευμα. Κάποιες φορές πρωινά. Όποτε και να πάω τις βρίσκω στην ίδια θέση. Παρατεταγμένες η μια πλάι στην άλλη με τα πλαστικά ατομικά τραπεζάκια μπροστά τους και απέναντι τους μια τηλεόραση καρφωμένη στο τοίχο που παίζει παιγνίδια γνώσεων.
Η κουρτίνα της τζαμόπορτας κλειστή για να μην μπαίνει ο ήλιος, το κλιματιστικό αναμένο για νάχει δροσιά, εκείνες λουσμένες και περιποιημένες με τα λευκά μαλλιά τους να μυρίζουν μαλακτική κρέμα και τα φουστάνια τους να κρέμμονται από τους ώμους τους σαν αυτόνομες υπάρξεις. Η φροντίστρια πηγαινοέρχεται από την κουζίνα στο σαλόνι πότε για να σφουγγαρίσει, πότε για να τους φέρει το απογευματινό γλυκό, πότε για να πάρει κάποια από αυτές στην τουαλέτα. Μόλις ανοίξω την πόρτα τις χαιρετώ φωνάζοντας “γειά σας κοπέλες”, κάποιες απαντάνε ψυθιριστά “καλώς την” άλλες παραμένουν με τα μάτια αφημένα στο κενό, ή καλύτερα στο διάκενο που αιωρείται μεταξύ της ζωής που έζησαν κι’αυτής που δεν λογαριάζεται πια για ζωή αλλά μια παρατεταμένη αναμονή, μια επίπονη παραμονή σε ένα αδιευκρίνιστο πουθενά. Ελάχιστες φορές πετυχαίνω κάποιο άλλο επισκέπτη, διερωτώμαι πόσο συχνά έρχονται οι συγγενείς να τις δουν, φοβάμαι ωστόσο να ρωτήσω μήπως τις αναστατώσω. Κάποιες έχουν άνοια σε προχωρημένο στάδιο, σπάνια μιλούν, το βλέμμα απλανές, κάποτε χαμογελούν και κάποτε τραβάνε με τα νύχια τους κλωστές από τα ρούχα τους, αναρωτιέμαι από ποιά ζωή έφτασαν εδώ, προσπαθώ να τις φανταστώ μέσα στις κουζίνες τους να ετοιμάζουν φαγητό και να στρώνουν τραπέζι, εγκαταλείπω γρήγορα ωστόσο την εικόνα για να αποφύγω τους συνειρμούς.
Ο διάκοσμος που πλαισιώνει την ρεπερτόριο των ίδιων χειρονομιών που συμβαίνουν κάθε μέρα την ίδια ώρα είναι παγερά αδιάφορος, ψεύτικα λουλούδια και φθαρμένοι καναπέδες όπως ένα σπίτι που δεν αγαπήθηκε αρκετά. “Στα σπίτια των ηλικιωμένων”, γράφει κάπου ο Τζόν Μπάνβιλ “δεν πεθαίνεις απαραίτητα από ηλικία, πεθαίνεις επειδή δεν έχεις πια θέση στον κόσμο”. Κι’αυτή ακριβώς είναι η αίσθηση που πλανιέται στον αέρα σαν ανομολόγητη παραδοχή ή σαν εύθραυστο παράπονο, λίγο να παρατείνεις τη ματιά σου στα ηλικιωμένα μάτια τους νιώθεις την στειρότητα της θλίψη τους. Τί άραγε περνάει από το μυαλό τους; Τί αισθάνονται βαθειά μέσα τους; Πόσο τους λείπει μια αγκαλιά; Πόσο θεραπευτική θα ήταν λίγη τρυφερότητα γύρω τους ή έστω μια γερή δόση ομορφιάς; Ένα όμορφο δωμάτιο με ωραία χρώματα που να κοιτάζει σε ένα κομμάτι ασυννέφιαστου ουρανού, μια μικρή αυλή πνιγμένη στο πράσινο με γεράνια και βασιλικούς και κιούλια, κάτι τέλος πάντων που να τους επιτρέπει να περισώσουν την αξιοπρέπεια τους και να διατηρήσουν την συνδεσιμότητα τους με την ιδιαιτερότητα τους, τις δικές τους όμορφες στιγμές, αυτές άλλωστε είναι η μόνη παρηγοριά που τους έχει απομείνει. Συνήθως παίρνω ένα πλαστικό σκαμνάκι και κάθομαι δίπλα της. Της χαιδεύω την πλάτη, την ρωτώ αν ξύπνησε καλά και ύστερα της λέω νέα από τον έξω κόσμο, για τον αδελφό μου που είχε τα γενέθλια του, την αδελφή μου που έγινε γιαγιά, της δείχνω φωτογραφίες από τα βαφτίσια του μωρού που κάναμε προ μηνών και χαίρομαι να την βλέπω που χαίρεται, θέλει μάλιστα να μοιραστεί την χαρά της με τις υπόλοιπες, εκείνες κουνούν το κεφάλι συγκαταβατικά, καμμία έκφραση, καμμία σύσπαση, λες και έχουν φύγει από καιρό. Συνεχίζω να της χαιδεύω την πλάτη, με ρωτά ποιός φροντίζει τώρα το σπίτι, ποιός μαζεύει τα φύλλα της βουκαμβίλιας, ποιός ταίζει τα γατιά της πολυκατοικίας κι’αν οι γείτονες ενδιαφέρονται για την υγεία της.
Μου λέει πως τα βράδια δυσκολεύεται να κοιμηθεί, το αποδίδει στην ζέστη, δεν είμαι σίγουρη αν φταίει η θερμοκρασία ή αν κάποια υποσυνείδητη έγνοια της προκαλεί άπνοια. Την ρωτώ άν χρειάζεται κάτι, ίσως το σταυρουδάκι που έχει φυλαγμένο σε μια τσάντα στο συρτάρι του υπνοδωματίου της λέει, υπόσχομαι πως θα το φέρω την επόμενη φορά. Ύστερα κάνουμε την συνηθισμένη μας βόλτα, περπάτημα για να μην ατονίσουν οι μυς, τρείς φορές τον γύρο του σαλονιού μέχρι την κουζίνα και τον ανελκυστήρα, στροφή γύρω από μια κολώνα, και πίσω στην θέση της. Οι υπόλοιπες της λένε μπράβο, γελά σαν μικρό κοριτσάκι, όλες εδώ μοιάζουν μικρά κοριτσάκια, αυτό είναι άλλωστε το “παράπτωμα” τους, γι’αυτό και δεν αντέχεται η καθημερινότητα τους από τους απέξω. Κάποια στιγμή θα πάμε ξανά σπίτι, της λέω, βάλε τα δυνατά σου να περπατάς κάθε μέρα και θα πάμε ξανά στις βουκαμβίλιες, με κοιτάζει ανέκφραστη, αδυνατώ να καταλάβω αν με πιστεύει ή αν πιστεύει οτιδήποτε πια. Και ύστερα φεύγω με μια λύπη που κατακάθεται στο στήθος μου σαν ίζημα, λιγότερο για κείνην και περισσότερο για μας. Που δεν διεκδικήσαμε ποτέ ένα κήπο για τους γέρους μας και δεν έχει κάπου όμορφα να πάει ο άνθρωπος όταν γεράσει για να ρεμβάσει τις αναμνήσεις του.