
Τραβήξαμε τις ξαπλωτές στο σημείο όπου η θέα ήταν απρόσκοπτη και εννοώ πως βλέπαμε την θάλασσα, τον ουρανό, την γραμμή του ορίζοντα, τα σύννεφα και τον ήλιο χωρίς κανένα εμπόδιο, καθίσαμε μάλιστα η μια δίπλα στην άλλη σχεδόν κολλητά, όπως στο σινεμά, με τα μάτια καρφωμένα ευθεία μπροστά και τα αυτιά ορθάνοιχτα μην μας ξεφύγει κελαηδητό, παφλασμός ή θρόισμα. Η θερμοκρασία ήταν δροσερή, φορούσαμε κοντό μανίκι και σάλι στους ώμους, ένα αεράκι έπαιρνε πού και που τα μαλλιά και τα συγχρόνιζε με το πέταγμα του γλάρου, το σβήσιμο του κύματος στα βράχια, το σύρσιμο του συννέφου στον ουρανό. Περιμέναμε σιωπηλές τον ήλιο να δύσει, ζήσαμε πολλά η μια με την άλλη ώστε απλώναμε άνετα πια μέσα στην σιωπή, πολύ πιο εύκολα από ό,τι στις λέξεις, ένα νεύμα, μια ελάχιστη χειρονομία, ένα παίξιμο του βλεφάρου αρκούσε για να συννενοηθούμε κι’αυτό ήταν μια κεκτημένη απελευθέρωση που μας έκανε να νιώθουμε σπίτι μας. Ο ήλιος είχε ακόμα δρόμο μέχρι να αγγίξει τον ορίζοντα και από κει να εξαφανιστεί για να εμφανίσει αλλού την μέρα, αυτό ωστόσο επιζητούσαμε, να του αφιερώσουμε χρόνο, να τον παρακολουθήσουμε για ώρα ώστε από καθαρό ένστικτο να μετατοπιστούμε σε κείνη την ευλογημένη συνθήκη όπου κάποιος σε ρωτάει “τί έκανες χθές το απόγευμα” και απαντάς “κοιτούσα τον ήλιο που έδυε”. Αυτό και τίποτα άλλο. Ξοδέψαμε χρόνια και χρόνο για να είμαστε σε θέση να αναγνωρίζουμε την σημασία αυτής της απευθείας “συνομιλίας” με τον ήλιο, την ανατολή και την δύση του ή με το φεγγάρι, το γέμισμα και το άδειασμα του, ή με τα αστέρια στο τρεμοπαίξιμο και στην ελεύθερη πτώση τους και βέβαια με την θάλασσα, στους θυμούς και στις ησυχίες της. Ξέχασα να διευκρινίσω πως ήμασταν κάπου κοντά στον Πωμό, σε μια σκόπιμη εκδρομή για να συναντηθούμε οι παιδικές φίλες μετά από καιρό κάπου στην φύση ή για ναμαι πιο ακριβής κάπου όπου ο τόπος διατηρεί ακόμα κάτι από την ανόθευτη του αθωότητα ώστε να υπάρχει πρόσφορο έδαφος να αισθανθούμε τον εαυτό μας χωρίς την αχρειάστη εμμονική απόπειρα να τον αναλύσουμε. Ο ήλιος λοιπόν μόλις άρχισε την κάθοδο του, είχε πάρει ένα χρώμα πορτοκαλοκόκκινο που καμμία πρόσμιξη μπογιάδων δεν θα το πετύχει όσα πινέλα κι’αν χαλάσει ο άνθρωπος, μαγικό και άπιαστο παλλόταν όπως την φλόγα και τσουρούφλιζε τα συννέφα που περνούσαν από κάτω του κατευθυνόμενα προς τον Ακάμα. Στο επόμενο λεπτό η εικόνα άλλαζε ολότελα, άλλη δοσολογία κόκκινου, πορτοκαλιού, κίτρινου και ροζ και άλλο σχήμα το σύννεφο, άλλος ο φωτισμός του νερού, άλλη η αναπνοή του πεύκου. Πριν καλά-καλά επεξεργαστεί το μυαλό μας την υπερβατική ομορφιά της μιας εικόνας που γεννιόταν μπροστά μας, αυτή πέθαινε το αμέσως επόμενο λεπτό μέσα σε μια καινούργια που και κείνη ακολουθούσε την ίδια ακριβώς πορεία “θνητότητας” κι’αυτό εν μέρει ή και ολότελα μας καθιστούσε αυτόπτες μάρτυρες ενός θαύματος και ως τέτοιο οφείλαμε να του συμπεριφερθούμε, να παραμερίσουμε τις ανασχετικές σκέψεις ώστε να το ρεμβάσουμε όπως του αρμόζει: “Με την χαμένη αγιότητα των αισθήσεων μας”. Σε πολύ λίγο ο ήλιος μπήκε μέσα στα σύννεφα και μόνο μια λεπτή κόκκινη φέτα παρόμοια με καρπουζιού ήταν ορατή, δύο τρείς γλάροι εμφανίστηκαν από το πουθενά και την διέσχισαν σε αργή κίνηση και μεις αμετακίνητες και συνάμα πλήρως κινητοποιημένες απορροφούσαμε αύρα και ιώδιο και οξυγόνο σαν άνυδρες ερημικές εκτάσεις. Όσο ο ηλιος συνέχιζε το κατηφόρισμα του, η φέτα μεγάλωνε, απομακρυνόταν από τα σύννεφα και τον αποκάλυπτε πυρακτωμένο και ολοστρόγγυλο να πλησιάζει τη θάλασσα που έμοιαζε να ηρεμεί μόνο και μόνο για το χατίρι του. Συνεχίσαμε να τον παρατηρούμε αχόρταγα όπως και την κάθε μεταμορφωτική παρενέργεια που είχε το σταδιακό βούτηγμα του στο νερό, συναγωνιζόμαστε μάλιστα σε επιφωνήματα ενθουσιασμού, όχι σαν μικρά κοριτσάκια αλλά σαν μεγάλα και εννοώ πως συνειδητά επιζητούσαμε την επιστροφή στον ενθουσιασμό σαν την μόνη θεραπεία που μας έχει απομείνει. Ακόμα λοιπόν και όταν ο ήλιος έσβησε μέσα στην θάλασσα αφήνοντας πίσω του μια ροδαλή αστερόσκονη εμείς εξακολουθούσαμε να τον μυρίζουμε, νιώθαμε δηλαδή στο δέρμα μας αυτό που λέει ο Ελύτης: Πως…“λίγο δεξιότερα, λίγο ψηλότερα, λίγο πιο κόκκινο, λίγο πιο κίτρινο και ευθύς να, το φωτάκι ανάβει στο παράδεισο των κατανοούντων”.