ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Ταξίδι στην Καππαδοκία (μέρος Α)

Χειρόγραφο, με την Ελένη Ξένου

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

Κρατώ μέσα στο σακκίδιο μου, σαν φυλαχτό, το οδοιπορικό του Σεφέρη την ίδια ώρα που κοιτώ έξω από το τζάμι του μικρού πούλμαν να μου αποκαλύπτεται αυτό το αλλόκοτο τοπίο που ο ίδιος περιγράφει σαν “ένα ανεκδιήγητο εδαφικό κουρέλιασμα, φυτεμένο με μονόπετρα κάθε μορφής”.

Ο Μεχμέτ, ο ξεναγός μας, λέει πως όπου νάναι πλησιάζουμε στην “Κοιλάδα της Φαντασίας”, εκεί θα κάνουμε μια στάση για να φανταστούμε τί παριστάνουν τα σχήματα των υπερμεγέθη κώνων που δημιουργήθηκαν από την τέφρα του ηφαίστειου Αργαίος εκατοντάδες χρόνια πριν και τα σμίλευσαν μετέπειτα ανέμοι, παγετώνες και ζέστες δίνοντας τους μεταφυσικές σχεδόν υφές και μορφές.

Ο ήλιος ακόμα δεν έχει γείρει, το φως του παίζει με τις ραβδώσεις του παράξενου μαλακού ηφαιστειογενές πέτρωματος που κάνει την Καππαδοκία ιδιαίτερη και συνάμα αινιγματική και ο Αργαίος στο βάθος, με χιονισμένη την κορφή του μοιάζει να επιβλέπει τις διαβρώσεις φύσης και ανθρώπου από τα πέρατα της ιστορίας. Προσγειωθήκαμε στην Καισαρεία πριν περίπου μια ώρα, διασχίσαμε μονότονα καινούργια κτίσματα, μερικά εργοστάσια και μεγάλες εκτάσεις με κιτρινισμένο στάχυ και τώρα κατευθυνόμαστε στο Ουργκούπ ή αλλιώς Προκόπι, το χωριό που κάποτε ζούσαν οι περισσότεροι Έλληνες και που είναι λαξευμένο σε μια βουνοπλαγιά, όπως είναι άλλωστε και τα υπόλοιπα χωριά της περιοχής που συνομιλούν ακόμα με τους ταπεινούς αιώνες.

Η διάθεση μου είναι μουδιασμένη, αγωνιούσα γι’αυτό το ταξίδι, όσα όμως έχουν μεσολαβήσει με καθιστουν αδύναμη να ησυχάσω, ευελπιστώ πως το αρχέγονο αυτό τοπίο με τις υπόγειες πολιτείες του, τα υπόσκαφα του κτίσματα και την ασκητική του ενέργεια θα με ανακουφίσει ή έστω θα με αργοπορήσει. Ο Μεχμέτ λέει πως Καππαδοκία σημαίνει χώρα των όμορφων αλόγων και ο Σεφέρης γράφει πως “θαρρείς πως κινείσαι σε ένα τόπο που μπορεί εύκολα να διαλυθεί, να σε καταπιεί, η σκόνη είναι αμμώδη και η πέτρα ελαφριά και οι διαβρώσεις που τη ρυτιδώνουν είναι λες και μπορείς να την σπάσεις με τα δάχτυλα σου”. Την μέρα κάνει ζέστη και τη νύχτα κρύο λέει ο Μεχμέτ, οι μεταπτώσεις της θερμοκρασίας είναι απότομες, το καλοκαίρι ζεστό και ο χειμώνας πολύ βαρύς, το χιόνι σκοτώνει τις καλλιέργειες, τα αμπέλια, τα βερίκοκκα, τις ροδακινιές, όλα τα νεκρώνει. Προς το παρών όμως οι τριανταφυλλιές είναι ανθισμένες και μυρωδάτες, τόσες πολλές μαζεμένες και σε τόσα φουντωμένα χρώματα δεν έχω ξαναδεί, απλώνουν παιγνιδιάρκια στην άκρη των δρόμων και στις αυλάδες των σπιτιών στραμμένες όλες προς τον ουρανό που επιμένει κι’αυτός μαζί τους στο ακατάλυτο της ομορφιάς.

Το πούλμαν μας σταθμεύει σε ένα χωματόδρομο ανάμεσα σε ένα σωρό άλλα λεωφορεία, δεκάδες τουρίστες έχουν ήδη ξαμολυθεί στην Κοιλάδα της Φαντασίας και φωτογραφίζονται κάτω από τους τεράστιους βράχους που τους περιστοιχίζουν σαν πετρωμένα ζώα, ένας έχει ξεκάθαρο σχήμα καμήλας, οι υπόλοιποι αφήνουν ανοιχτά τα ενδεχόμενα στην φαντασία. Κάθε χρόνο φθείρονται, λέει ο Μεχμέτ, αλλάζουν σχήμα και μέγεθος, κάποτε ίσως εξαφανιστούν, ποιός θα τα εξαφανίσει πρώτος, τα στοιχεία της φύσης ή τα χέρια των ανθρώπων, δύσκολο να προβλέψει κανείς. Απομακρύνομαι από τους υπόλοιπους προκειμένου να μείνω στην σιωπή, θέλω να αισθανθώ στις χούφτες μου την φορτισμένη ενέργεια του τοπίου η οποία έρχεται από κάπου πολύ μακριά, όσο και το μέσα μας. Και ύστερα επιστρέφω για να βγάλουμε φωτογραφίες μεταξύ μας με μια διάθεση να μείνει αποτυπωμένο κάτι πολύ μεγαλύτερο από ό,τι χωράει μια σημερινή εικόνα, κάτι δηλαδή αυστηρά προσωπικό όπως αρμόζει στην αναμέτρηση με το σύμπαν.

Ο Μεχμέτ λέει πως ήρθε η ώρα να φύγουμε και προτείνει να αλλάξει το πλάνο, να κατευθυνθούμε, λέει, στο ξενοδοχείο χωρίς άλλη στάση για να ξεκουραστούμε, δεν φέρνουμε αντίρρηση, ένα κρεβάτι στο βάθος ενός υπόστρωτου δωματίου που κάποτε υπήρξε εκκλησιά με καλόγερους ερημίτες, είναι μια πρωτόγνωρη εμπειρία, ύπνος στο αόρατο μαξιλάρι απροσμέτρητων “αλάλητων στεναγμών” και προσευχών. Φτάνουμε στο Προκόπι την ώρα που δύει ο ήλιος, οι τόνοι του φωτός του γλιστρούν πάνω στο μεγάλο διάτρητο βράχο που μέσα του είναι λαξευμένη αυτή η κωμόπολη και σου δίνουν, όπως γράφει ο ποιητής, την εντύπωση πως “το τοπίο ολόκληρο πιάνει ένα ακίνητο χορό”.

Στην πλατεία μικροάγαζα με μπαχαρικά και ξηρούς καρπούς, μπόλικοι τουρίστες, λιγότεροι οι ντόπιοι, η φωνή του Χότζα παρούσα και το ξενοδοχείο σε ένα δρόμο ανηφορικό γεμάτο με κόκκινες τριανταφυλιές. Παίρνουμε το κλειδί του 216, ανεβαίνουμε σκαλοπάτια πιο βαθειά μέσα στο βράχο, το δωμάτιο είναι μια σπηλιά και ο φωτισμός ελάχιστος λες και σκόπιμα πλανάται η υπενθύμιση πως κάτι πρέπει να παραμείνει κρυμμένο προκειμένου να σωθεί. Γέρνω κατάκοπη και λίγο πριν κοιμηθώ κάνω αυτή την σκέψη, πως όσο έχω την ευλογία να ταξιδεύω μέσα στην ζωή, οφείλω να την αισθανθώ όσο καλύτερα γίνεται, που πάει να πει να ζητώ πότε-πότε παρηγοριά στις αντοχές ενός σβησμένου κόσμου.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Χειρόγραφα: Τελευταία Ενημέρωση