ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Σάββατο πρωί στην άλλη πλευρά

Χειρόγραφο, με την Ελένη Ξένου

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

Περπατώ προς την Λήδρας κατά μήκος της πράσινης γραμμής που ήταν κάποτε ποταμός και διέσχιζε την πόλη, έτσι είπε η Άννα, τώρα όμως την συνηθίσαμε νεκρή από αφυδάτωση και μ’αυτό υπονοώ ένα σωρό πράγματα που δεν συμφέρει να λέγονται. Διαλέγω τους παραδρόμους που περνούν ξυστά από τα φυλάκια και παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου τα νεαρά αγόρια με τα στρατιωτικά που “κρέμμονται” από τα μπαλκόνια των ερειπωμένων αρχοντικών ανήξερα για το μέγεθος της παραδοξότητας που υπηρετούν, ποιός να τους το ομολογήσει άλλωστε με ειλικρινή μεταμέλεια;

Θα συναντηθούμε στο οδόφραγμα είπε η Άννα, ο καιρός είναι περίεργος, ζεστός αλλά με απειλητικά σύννεφα, μοιάζει να υπακούει κι’αυτός στην ακαταστάλαχτη μετατόπιση των πραγμάτων, τίποτα δεν είναι στην θέση του και τίποτα δεν έχει πάρει την οριστική του θέση, ένας μετεωρισμός που υπαγορεύει μια ιδιότυπη μοναξιά, δύσκολο να την βάλεις σε λέξεις, εύκολο να την αισθανθείς σαν εσωτερική φουσκοθαλασσιά. Η βόλτα θα διαρκέσει περίπου δύο ώρες και μέσα σ’ αυτές η Άννα θα προσπαθήσει να χωρέσει όλα εκείνα που δεν λέχθηκαν στην ώρα τους ή που δεν λέχθηκαν ποτέ, δεν έπαψαν ωστόσο να αποτελούν κομμάτι της ιστορίας της πόλης, που πάει να πει κομμάτι από το δέρμα της και τις πληγές μας.



Δεν είμαστε μεγάλη ομάδα, μόνο καμμιά δεκαπενταριά και είναι Σάββατο πρωί, περνάμε από τα σημεία ελέγχου, τουρίστες προπορεύονται με αξιοζήλευτη αμεριμνησία και εμείς ξωπίσω με ένα εύθραυστο ψυχισμό που ψάχνει μάταια να χωρέσει την ανερμήνευτη εκδοχή του σε κάποιο ορισμό. Περνάμε τα μικρομάγαζα με τις απομιμήσεις και τα άλλα με τα υφάσματα και τις χειροποίητες πετσέτες και ύστερα στρίβουμε προς το Μπουγιούκ Χάνι για ένα γρήγορο καφέ. Ένα μεγάλο τραπέζι στα δεξιά περιμένει τους θαμμώνες του, είναι κρατημένο από το “traitors club”, ενημερώνει η Άννα εξηγώντας πως αυτό το χαρακτηρισμό έδωσαν κάποιοι κάποτε στους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους που συναντιούνται κάθε Σάββατο, χρόνια τώρα, σ’αυτό εδώ το τραπέζι για να μοιραστούν μια κοινή ελπίδα.

Ο καφές καταφθάνει και η Άννα αρχίσει την αφήγηση, σε ένα συμπυκνωμένο πρόλογο μιλά για την εποχή των Λουζινιάν, λέει πως αυτοί μας άφησαν το μεγαλύτερο πολιτιστικό προιόν που έχουμε, ειδικά σ’αυτή την πλευρά της πόλης, είναι ωστόσο μια εποχή για την οποία λίγα έχουν γραφτεί και ακόμη λιγότερα έχουν διδαχτεί και ο λόγος βέβαια ανήκει σε κείνα που δεν συμφέρουν. Παρατηρώ γύρω μου με μάτια ορθάνοιχτα και μ’αυτό εννοώ πως κάνω συνειδητή προσπάθεια να μείνω παρατηρητής των όσων συλλαμβάνει το βλέμμα μου, να τα απελευθερώσω από τις πεποιθήσεις ή τα νοθευμένα ένστικτα ώστε να καταφέρω να διακρίνω στο περίγραμμα τους και τις πιο αδιόρατες αποχρώσεις, έχω μια υποψία πως ίσως εκεί είναι που πάει και κουρνιάζει η ανεπηρέαστη αλήθεια.



Η βόλτα αρχίζει από την Αγία Σοφία και την παλιά αγορά, κάποτε ψώνιζε από κει η γιαγιά μου τα φρούτα της σκέφτομαι με πλήρη συνείδηση πως είναι μια εικόνα που δραπετεύει από τις αραχνιασμένες ιδεες προκειμένου να διατηρήσει την ανθρωπιά της, ο ποιητής το λέει καλύτερα, “πως όλα όσα μάταια προσπαθούμε να βάλουμε από την μια μεριά και από την άλλη, τονίζοντας τις αντιθέσεις τους, ζουν αξεδιάλυτα μέσα μας και συμπλεγμένα εμποδίζοντας μας να νιώσουμε πόσο βαθύ και σοβαρό πράγμα είναι η ζωή”. Κατευθυνόμαστε προς την Αγία Αικατερίνη και μετά στον Άγιο Λουκά και στην ενορία του Νέου Τζαμιού, οι εικόνες τώρα είναι αλλιώτικες, ετοιμόρροπα σπίτια και τσίγκινες στέγες και αθώα παιδάκια που παίζουν ξυπόλητα στην μέση του δρόμου με ρούχα βρώμικα, ανάμεσα σε ξεχαρβαλωμένα αυτοκίνητα και μανάδες που κρύβονται πίσω από τα παράθυρα και τις μαντήλες τους και την προκαθορισμένη τους μοίρα.

Ό,τι συμβαίνει γύρω μου το μαζεύω σαν σκόρπια κομμάτια μιας πραγματικότητας που υπερβαίνει το προφανές όπως οι φευγαλέες αλήθειες που γίνονται χειροπιαστές μόνο την ώρα που δραπετεύουν από τα μεγάλα λόγια για να κατοικήσουν στα μικρά ονόματα. Η Άννα λέει ένα σωρό πληροφορίες, δεν ξέρω τί να πρωτοσημειώσω, ούτε σε τί να εστιάσω, σε όλη την διαδρομή ωστόσο μας κυνηγάει ξωπίσω σαν σκιά η άφατη ιστορία. Φτάνουμε στην Πύλη της Κερύνειας, περνάμε μετά από την πλατεία Σεράι και τα αποικιοκρατικά κτίρια των δικαστηρίων και από κεί στην αρμένικη συνοικία όπου κάνουμε στάση στην εκκλησία της Παναγίας της Τύρου. Σχεδόν μεσημέρι πια και ο ουρανός σκοτεινιάζει, οι προβλέψεις επαληθεύονται, ένας παγωμένος αέρας προμηνύει ξέσπασμα καταιγίδας, η Άννα προτρέπει να ανοίξουμε το βήμα μας για να επιστρέψουμε προτού μας πιάσει η βροχή. Σκια-φως-σκιά- φως έξω και μέσα μας και λίγο πριν φτάσουμε στο οδόφραγμα βλέπω σε μια γωνιά του δρόμου φυτεμένα ένα σωρό αθάνατα- κίτρινα, μωβ, ροζ, λευκά- διερωτώμαι αν πρέπει να τα εκλάβω σαν καλό οιωνό, δεν βρίσκω όμως πουθενά πρόχειρη την απάντηση.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Χειρόγραφα: Τελευταία Ενημέρωση

X