ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ

Στο μουσείο της αθωότητας

Χειρόγραφο, με την Ελένη Ξένου

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

Μέρα Κυριακή. Η κίνηση στην Κωνσταντινούπολη αφόρητη. Μια διαδήλωση στην πλατεία Ταξίμ δυσχεραίνει τα πράγματα. Σε όλη την διαδρομή κοιτώ τον Βόσπορο και τα καραβάκια που πηγαινοέρχονται μήπως και ξεπλυθεί το βλέμμα μου από όλη τη μουντζούρα των μποτιλιαρισμένων δρόμων. Φτάνουμε στην γειτονιά Çukurcuma, οι δρόμοι και εδώ κλειστοί, ο οδηγός παρακαλεί τον αστυνομικό να μας αφήσει να περάσουμε, είναι για το “Μουσείο της Αθωότητας” του λέει, εκείνος τον κοιτά απορημένος, εξωγήινη πια η λέξη αθωότητα σκέφτομαι, ανταλάζουνε ακόμα μια-δυο κουβέντες και ο αστυνομικός μας επιτρέπει τελικά την είσοδο.



Όμορφη συνοικία, στενά σοκάκκια, ιστορικά κτίρια, παλαιοπωλεία, γκαλερί, ατμοσφαιρικά μικρά καφέ, δεν έχω χρόνο όμως γι’αυτά, έγνοια μου είναι να βρεθώ μέσα μουσείο, χρόνια τώρα ήθελα να το επισκεφθώ, από τότε που διάβασα το ομώνυμο βιβλίο του Ορχάν Παμούκ και έμαθα πως γράφοντας το είχε παράλληλα στο μυαλό του την δημιουργεία του “Μουσείου της Αθωότητας”. Αγωνιώ λοιπόν να δω από κοντά όλα εκείνα τα αντικείμενα που εμπεριέχουν τον έρωτα του Κεμάλ και της Φισούν, τον παράφορο αυτό έρωτα που περιγράφεται στο βιβλίο και μέσα από αυτόν φανερώνεται η φυσιογνωμία της πόλης την δεκαετία 70-80 που παλινδρομεί μεταξύ Ανατολής και Δύσης, παρελθόντος και παρόντος.



Στην γωνιά των οδών Çukurcuma και Dalgıç Çıkmazı ένα κόκκινο κτίριο του 19ου αιώνα στεγάζει το συναρπαστικό σύμπαν του Κεμάλ και της Φισούν, αγοράζω εισητήριο και μπαίνω μέσα αφήνοντας απέξω την πραγματικότητα που συρρικνωμένη μέσα στο θυμό της μοιάζει ανήμπορη να χωρέσει πια τέτοιους έρωτες. “Παρακαλώ μιλάτε χαμηλόφωνα” μου λέει ο υπάλληλος και γνέφω καταφατικά, αυτό αρμόζει άλλωστε στον έρωτα, μια απαλότητα, όπως και σε κάθε τί που σε τοποθετεί πέρα και πάνω από την επινόηση του χρόνου και του εαυτού. Στην είσοδο του μουσείου, μια τεράστια βιτρίνα στα δεξιά που καλύπτει τον τοίχο, αποκαλύπτει τα 4.213 αποτσίγαρα που υποτίθεται πως κάπνισε η Φισούν και τα οποία μάζευε ο Κεμάλ στα οκτώ χρόνια που πήγαινε στο σπίτι των γονιών της μόνο και μόνο για να την βλέπει, ο έρωτας τους ήταν απαγορευμένος, εκείνη φτωχή και μακρινή ξαδέλφη του, εκείνος πλούσιος και αρραβωνιασμένος με μια κοπέλα της αστικής τάξης, μάζευε λοιπόν τα αποτσίγαρα της και τα φύλαγε σαν “αντικείμενα ιδιαίτερα, μυστικά γεμάτα από αναμνήσεις από ευτυχισμενες στιγμές”. Η εικόνα με μαγνητίζει, φανερώνει το βάθος αυτής της μυθιστορηματικής αγάπης και ταυτόχρονα δικαιώνει την βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου να θέλει να ζει λογοτεχνικά.



Ανεβαίνω από μια στενή σκάλα στον πρώτο απο τους τέσσερεις όροφους του μουσείου και αρχίζω να περιεργάζομαι την κάθε μια από τις 83 βιτρίνες που ακολουθούν την σειρά των κεφαλαίων του βιβλίου και που εσωκλείουν όλα τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης που χαρτογραφούν αυτή την αγάπη και αποτελούν απομεινάρια της ζωής στην Κωνσταντινούπουλη του ’70. Η ανερχόμενη δυτικοποιημένη αστική τάξη του Κεμάλ από την μια με το κυνήγι του πλούτου και της ανάγκης να ζουνε σύμφωνα με ένα ευρωπαικό τρόπο ζωής και οι ταπεινές γειτονιές της Φισούν από την άλλη όπου εκείνη ονειρευόταν την κοινωνική άνοδο ζώντας εγκλωβισμένη μέσα στις συντηρητικές νόρμες της τιμής και του προξενιού. Κοιτάζω ένα-ένα τα αντικείμενα, όλα τους εύγλωττα όσο και τα κειμήλια ενός χαμένου κόσμου, μια συλλογή στιγμών ευτυχίας ή για να το πω αλλιώς στιγμών μέσα στις οποίες άνθρωπος βρίσκει την δύναμη να διαλέγει κάτι αληθινό. Ο Παμούκ μέσα από τον Κεμάλ το λέει αλλιώς. Μιλά για στιγμές που “σε κάνουν να συνειδητοποιείς πως η ζωή για την πλειονότητα των ανθρώπων δεν είναι μια μορφή ευτυχίας που πρέπει να ζούμε και να απολαμβάνουμε αλλά μια κατάσταση που διαμορφώνεται από καταναγκασμους και ψέματα όπου πρέπει να προσποιούμαστε συνέχεια”.



Δώρα, σκουλαρίκια, αναπτήρες, εφημερίδες και περιοδικά που αγόραζαν, τα εισητήρια των λεωφορείων που έπαιρναν, κάρτ ποστάλ, λαχεία, κουζινά σκεύη, ένα λουλουδάτο φόρεμα, κολόνιες, ξυπνητήρια, χτένες, το μπάνιο του φτωχικού της σπιτιού, ένα παγωτό χωνάκι με ίχνος από το κραγιόν της, ένα φλυτζάνι με πηγμένο τουρκικό καφέ, κοσμικές στήλες από το κόσμο του Κεμάλ μέχρι και σκηνές από κλασσικές μελό τουρκικές ταινίες που έβλεπε το ζευγάρι μετά μανίας. Χρειάζεσαι ώρα και καθαρότητα μυαλού για να αφομοιώσεις αυτό το σύμπαν της αθωότητας που με κάποιο μαγικό τρόπο σε επανατοποθετεί στο κέντρο της ύπαρξης σου, εκεί δηλαδή από όπου μιλάει η καρδιά και ο άνθρωπος καταφέρνει και γίνεται κάτι περισσότερο από άνθρωπος. Περνώ από ολους τους ορόφους με την βραδύτητα που υπαγορεύει ο χαμηλός φωτισμός, η τακτοποίηση των αντικειμένων μέσα στις προθήκες, η συνειδητοποίηση πως ο κόσμος και τα αντικείμενα αποτελούν μια ενότητα, κάνω στάση στα χειρόγραφα του Παμούκ και περιεργάζομαι τον γραφικό του χαρακτήρα και μετά φτάνω στον τελευταίο όροφο όπου βρίσκεται το δωμάτιο του Κεμάλ, όπου υποτίθεται πως έζησε εφτά χρόνια μετά από το θάνατο της Φισούν, και τριγυρισμένος από τις μνήμες του, διηγείτο καθημερινά την ζωή του στο συγγραφέα.



Ένα μονό κρεβάτι, ένα πουκάμισο που κρέμεται από μια κρεμάστρα στον τοίχο, μια βαλίτσα, ένα παιδικό ποδηλατο, μια καρέκλα, ένα ζευγάρι παντόφλες και ένα κομοδίνο, όλα μαζί αινιγματικά με παραπέμπουν στην πρώτη-πρώτη φράση του βιβλίου: “Ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μου. Δεν το ήξερα. Άν το ήξερα θα μπορούσα άραγε να προστατεύσω την ευτυχία μου; Θα εξελίσσονταν όλα διαφορετικά;”. Κατεβαίνω την στενή σκάλα μ’αυτό το ερωτηματικό να μετεωρίζεται και επιστρέφω στο ισόγειο. Ανοίγω την πόρτα και βγαίνω ξανά στον έξω κόσμο.



Τίποτα όμως δεν μοιάζει το ίδιο όπως προτού επισκεφθώ το μουσείο. Τώρα η πόλη μου φαίνεται σαν ένας κόσμος γεμάτος από κρυμμένα σημάδια του ανεκπλήρωτου αυτού έρωτα. Ένας έρωτας που έγινε μουσείο για να υπάρχει-όπως λέει ο Παμούκ- ένα μέρος πάντα ανοιχτό στους εραστές που δεν θα βρίσκουν στην Κωνσταντινούπολη άλλο μέρος για να φιληθούν».

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Χειρόγραφα: Τελευταία Ενημέρωση