ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Λαξευμένες προσευχές (ταξίδι στην Καππαδοκία μέρος β)

Χειρόγραφο, με την Ελένη Ξένου

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

Ο Μεχμέτ μου δείχνει που βρίσκεται στο χάρτη το μέρος που γεννήθηκε, είναι μακριά από δώ λέει, δεν έχει καθόλου τουρίστες, αυτός όμως ήθελε να γίνει ξεναγός, γι’αυτό και διάλεξε την Καππαδοκία για να ζήσει. Κατευθυνόμαστε στο υπαίθριο μουσείο στο Γκόρεμε, μνημείο της Ουνέσκο, από τον 4ο αιώνα και μετά ζούσαν εκεί μοναχοί και χαράζαν στο μαλακό ηφαιστειακό βράχο εκκλησιές, μοναστήρια και παρεκκλήσια. Αυτή την διαδρομή θα κάνουμε και μετά θα πάμε προς Καιμακλί-ναί αυτή είναι η ονομασία- για να δούμε την υπόγεια πόλιτεία που φτάνει μέχρι και οκτώ ορόφους κάτω από την γη. Προς το παρών κάθομαι δίπλα στον Μεχμέτ μέσα στο πούλμαν και μαθαίνω για την ζωή του, πως έχει ένα αγοράκι 9 χρονών και πως το σπίτι τους είναι πλάι σε ένα ποτάμι περιτρυγυρισμένο από πανήψυλες λεύκες.



Κοιμάται λέει και ξυπνά με τον ήχο του νερού και των φυλλωμάτων της λεύκας, αυτή είναι τελικά η μόνη κοινή γλώσσα που μας απέμεινε σκέφτομαι, δεν υπάρχει άλλη για να συνεννοηθούμε οι άνθρωποι και όταν λέω να συννενοηθούμε εννοώ να συμπονέσουμε ο ένας τον άλλο. Κίτρινο, πράσινο, μπλέ και πού και πού κόκκινοι λαλέλες τα χρώματα καθοδόν, στάχυα, ελιές και ένας καθαρός ουρανός πάνω από τα μυστήριακά ηφαιστειογενή πετρώματα της Καππαδοκίας, αλλαφροίσκιωτο τοπίο, όχι με την έννοια του φαντασιόπληκτου αλλά με την άλλη που παραπέμπει στην ικανότητα να βλέπεις αόρατες δυνάμεις. “Κώνοι παντού και δόντια”-γράφει ο Σεφέρης, “γεμάτα κουφάλες σαν το στεγνό σφουγγάρι”, η περιγραφή του τόσο πραγματική που σχεδόν τον αισθάνομαι να κάθεται ανάμεσα σε μένα και τον Μεχμέτ.



Στο υπαίθριο μουσείο κόσμος πολύς από κάθε γωνιά του πλανήτη, περπατάμε ο ένας πίσω από τον άλλο σαν μυρμήγκια και η αλήθεια είναι πως μπροστά σε αυτά τα τεράστια πετρώματα που μας περιβάλλουν, όπου μέσα τους κρύβεται χειροπιαστή όλη η ιστορία του πρώιμου χριστιανισμού στην Καππαδοκία, τόσο μοιάζει νάναι το μέγεθος μας. Μια οικογένεια που προπορεύεται μας ακούει που μιλάμε κυπριακά και κοντοστέκεται για να μας συστηθεί, είναι Τουρκοκύπριοι, από την Λέμπα ο άντρας, το Προδρόμι η γυναίκα, κουβεντιάζουμε για λίγο κάτω από τον ήλιο και μετά αποχωριζόμαστε με ευχές για όμορφες μέρες, παράξενη συνάντηση σκέφτομαι και εννοώ πως το μέρος και οι υπόγειες συντεταγμένες του της προσθέτουν μια παρεκλίνουσα προέκταση. Προσπαθώ να περιηγηθώ στο χώρο όπως και ο Σεφέρης, δηλαδή “με τη σκευή του ταξιδιώτη και την ψυχή του προσκηνητή”, φαντάζομαι τους καλόγερους να τριγυρνούν μέσα στα λαγούμια των βράχων και να σκαλίζουν στους τοίχους την επίκληση “Κύριε Βοήθει”-είναι χαραγμένη παντού- με το φόβο μέσα τους μήπως ήρθε η ώρα “να κυλήσουν στις πόρτες τις μεγάλες μυλόπετρες και να ταμπουρωθούν μέσα στα πετροκομμένα μοναστήρια” για να γλιτώσουν από τον εχθρό. Μπαίνουμε στην Εκκλησία της Μηλιάς, το όνομα της λένε πως έρχεται από κάτι μηλιές στην είσοδο της, βλέπουμε τις τοιχογραφίες στο θόλο, σκηνές από την ζωή του Χριστού, μετά στην Σκοτεινή Εκκλησία που το όνομα της το χρωστά στο μισοσκόταδο που βασιλεύει εκεί μέσα, είναι από τις πιο καλά διατηρημένες, ελάχιστη η φθορά στις αγιογραφίες της Παναγίας, του Χριστού και των Αποστόλων, είναι για να απορείς πως άντεξαν στον χρόνο. Κάθε τρύπα σ’αυτό το υπαίθριο μουσείο άν δεν κρύβει τίποτα πιο σπουδαίο είναι παρεκκλήσι ή κελί μοναχών και έτσι ολόκερο το μέρος αναδύει μια παχύρευστη ενέργεια που σε κάνει να θες να δεις και να ξαναδείς την κάθε σμιλευμένη εκκλησιά και να αισθανθείς την χαμένη πνευματικότητα ή όπως το γράφει ο Σεφέρης, “να στοχαστείς, να αργοπορήσεις, να αναμετρηθείς, να παραβάλεις”. Κοντεύει μεσημέρι, πίνουμε βιαστικά ένα φρέσκο χυμό ρόδι και πίσω στο κλιμαστιστικό του πούλμαν με κατεύθυνση την υπόγεια πόλη στο Καιμακλί.



Ο Μεχμέτ μας ενημερώνει πως η περιοχή της Καππαδοκίας έχει γύρω στις 200 υπόγειες πολιτείες και πως κάποιες από αυτές χωρούσαν μέχρι και 10,000 κατοίκους. “Η τρωγλοδυτική ζωή” γράφει ο Σεφέρης “ήταν ένα πολύ βαθιά ριζωμένο ορμέμφυτο σ’αυτά τα μέρη και οι καππαδόκες καλόγεροι περίφημοι τρωγλοδύτες, τέτοιες ήταν οι ανάγκες στις άκρες που πήγαν να ριζώσουν, τις επέβαλαν δηλαδή οι συνθήκες τούτου του σταυροδρομιού κάθε επιδρομής, αρπαγής και επίδρασης”. Ίσως χρειαστεί να τις περπατήσετε σκυφτοί για αρκετή ώρα, μας προειδοποιεί ο Μεχμέτ, θα φτάσουμε μέχρι και τέσσερεις ορόφους κάτω από την γη, λέει, ολόκληρη η πολιτεία στο Καιμακλί που είναι από τις μεγαλύτερες και πιο εξελιγμένες είναι οκτώ ορόφοι, μόνο όμως τα τέσσερα επίπεδα έχουν αποκαλυφθεί.



Λυγίζουμε το σώμα, καμπουριάζουμε την πλάτη και κατεβαίνουμε με περιέργεια και αμηχανία στα σωθικά της γης, περνάμε από στενά περάσματα και ύστερα από δωμάτια όπου ήταν η κουζίνα τους, ο Μεχμέτ μας εξηγεί πως μαγειρεύαν, πού αποθηκεύαν το φαγητό τους, που κοιμούνταν, πού προσεύχονταν, πώς έκλειναν την είσοδο με τις τεράστιες μυλόπετρες και πού ήταν το άνοιγμα που άφηναν για να εισπνεύσουν καθαρό αέρα. Δύσκολο να χωρέσει το μυαλό πως κατάφεραν οι ανθρώποι των περασμένων αιώνων να χτίσουν αυτές τις κρυμμένες πολιτείες μόνο με το φως κεριών και δάδων και είναι ίσως γι’αυτό που καθώς φεύγουμε δεν κάνουμε κανένα σχόλιο αλλά μένουμε σε περισυλλογή ώς ελάχιστη ένδειξη σεβασμού στην δύναμη του ανθρώπου που φανερώνεται όταν πια δεν του απομένει τίποτα άλλο. Στην επιστροφή περνάμε από την “Κοιλάδα των Μοναχών”, μοναδικοί γεωλογικοί σχηματισμοί που μοιάζουν σαν μανιτάρια ή καμινάδες, απόκοσμη η αίσθηση, εξωπραγματική, εδώ κατέφευγαν οι αναχωρητές μοναχοί, για απομώνωση και πνευματική άσκηση, μέσα στους βράχους είναι σκαλισμένα τα πολυόροφα δωμάτια τους, χώροι διαλογισμού, κατοικίας και προσευχής, κάποιοι από αυτούς, λέει ο Μεχμέτ όταν καταλάβαιναν πως πλησιάζε το τέλος, έρχονταν εδώ για να πεθάνουν.



Ο ήλιος άρχισε να γέρνει, ο ουρανός πήρε μαβί χρώμα, ώρα να γυρίσουμε πίσω. Ήταν μια μέρα φορτισμένη, ιστορισμένη με ένα σωρό ορατές και αόρατες προσευχές, χειροποίητες, αφηγηματικές και ανοιχτές στις άκρες τους, χρειάζομαι χρόνο και ησυχία για να την συλλογιστώ. Πιο πολύ όμως στο μυαλό μου γυροφέρνει εκείνο το “Κύριε βοήθει” που τόβλεπα χαραγμένο σε όλα τα μονόπετρα μοναστήρια και που ακόμα παραμένει μια επείγουσα επίκληση.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Χειρόγραφα: Τελευταία Ενημέρωση

X