Ο περιορισμός της συζήτησης στο κατά πόσο η Ελεγκτική Υπηρεσία (Ε.Υ.) «ξεπέρασε» τις αρμοδιότητές της στην έκθεσή της για τον Ανεξάρτητο Φορέα Κοινωνικής Στήριξης είναι μια βολική και εύκολη λύση. Και η αντίδραση του Φορέα προς τα ευρήματα αυτής, ότι «θίγει ζητήματα που αφήνουν σκιές σε κρατικούς αξιωματούχους και θεσμούς του κράτους χωρίς την παράθεση οποιωνδήποτε στοιχείων», εκλαμβάνεται στο μυαλό του σκεπτόμενου πολίτη ως αποπροσανατολισμός από την ουσία. Και ποια είναι η ουσία; Πρώτον, ότι αμφότεροι, Φορέας και Ε.Υ., είναι υπόλογοι στους πολίτες και δεύτερο ότι ακόμα κι αν δεχτούμε –για χάρη συζήτησης– πως η έκθεση ήταν αυστηρότερη απ’ όσο επιτρέπει το θεσμικό της πλαίσιο, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός πως τα παραδείγματα που εντοπίζει προκαλούν αμφιβολία στο αν όντως αφήνεται χώρος διαπλοκής μεταξύ εκτελεστικής εξουσίας και δωρητών. Και αυτό, σε μια κοινωνία που έχει μπουχτίσει να βλέπει τις ίδιες υποψίες να επιστρέφουν, δεν είναι δευτερεύον ζήτημα ούτε και πρέπει να τυγχάνει «βολικής» υποβάθμισης προκειμένου να παίξει ο Φορέας τον ρόλο του θύματος, ισχυριζόμενος ότι γίνεται «προσπάθεια μετατροπής ενός τεχνοκρατικού ελέγχου συμμόρφωσης σε εργαλείο πολιτικής εκμετάλλευσης».
Στο κάτω-κάτω η έκθεση της Ε.Υ. ξεκαθαρίζει πως «δεν εντοπίστηκε παρατυπία ή αθέμιτη συναλλαγή», άρα τι ακριβώς υπονοεί ο Φορέας, όταν αναφέρεται σε πολιτική εκμετάλλευση; Ότι υπάρχει σκοπιμότητα πίσω από την έκθεση της Ε.Υ. να δημιουργηθούν σκιές για να πληγεί η αξιοπιστία του; Ή ότι η έκθεση αφήνει χώρο στην αντιπολίτευση να πράξει κάτι τέτοιο; Και γιατί είναι μεμπτό ο γενικός ελεγκτής να υποδεικνύει ότι «απαιτείται περισσότερη διαφάνεια στη λειτουργία του Φορέα ώστε να περιοριστεί ο κίνδυνος τα οφέλη αυτής της λειτουργίας του να επισκιάζονται από δημόσια αμφισβήτηση»;
Γιατί είναι μεμπτό να αναδεικνύει η Ε.Υ. μια θεσμική αδυναμία, η οποία χρήζει αντιμετώπισης ώστε ο εν λόγω Φορέας που λειτουργεί στο όνομα της κοινωνικής ευαισθησίας να παραμένει απολύτως αδιάβλητος, όταν σε αυτόν κάνουν εισφορές –και μάλιστα πολύ μεγάλες– εταιρείες οι οποίες ταυτόχρονα συναλλάσσονται με το κράτος ή προσδοκούν να το κάνουν;
Κατά την κρίση του Φορέα μια τέτοια σχέση δωρητών-κράτους δεν αποτελεί σημείο θεσμικού κινδύνου και δη με το βεβαρημένο παρελθόν αυτού του κράτους; Και γιατί είναι τόσο δύσκολο για τον Φορέα να εμπεδώσει πως πέραν από την κοινωνική αλληλεγγύη την οποία υπηρετεί, όπως αναφέρει στην ανακοίνωσή του, και την οποία δεν αμφισβητούμε, οφείλει ταυτόχρονα να εξηγήσει στους πολίτες γιατί θεωρεί πως δεν είναι εύλογο να δημιουργούνται σκιές, όταν εταιρείες που δωρίζουν μεγάλα ποσά, την ίδια ώρα διαβουλεύονται με το κράτος για συμβόλαια εκατομμυρίων;
Δεν θα ήταν μήπως πιο συνεπές προς τις υποσχέσεις αυτής της διακυβέρνησης ο Φορέας να επιδιώκει τη θωράκισή του απέναντι σε τέτοιες, όντως «ιδιάζουσες σχέσεις», ώστε να διασφαλίζεται η ακεραιότητά του παρά να σπεύδει να ζητάει γνωματεύσεις από τη Νομική Υπηρεσία στο κατά πόσο η Ε.Υ. παρεκτράπηκε; Είναι με αυτές τις κινήσεις που θεωρεί ο Φορέας ότι κερδίζει την εμπιστοσύνη του κόσμου, η οποία είναι ήδη τραυματισμένη πολλάκις; Και σε τελική ανάλυση αυτός που προσπαθεί να κατευθύνει την κοινή γνώμη να πάρει θέση στο ποιος έχει δίκαιο ή άδικο, υποβαθμίζοντας έτσι την ουσία στα επίπεδα μιας αντιπαράθεσης και αποδυναμώνοντας –σκόπιμα ή μη δεν έχει σημασία– το θεσμικό κενό που εντοπίζει η έκθεση, δεν είναι ο γενικός ελεγκτής αλλά ο ίδιος ο Φορέας. Η Ε.Υ. φρόντισε να κάνει και μια εισήγηση, η οποία δεν απαιτεί καν αλλαγή νόμου ώστε να ενισχυθεί η διαφάνεια «χωρίς να θίγεται το φιλανθρωπικό έργο του Φορέα». Και ο Φορέας αντί να φανεί δεκτικός και ανοιχτός προς αυτού του είδους τις εισηγήσεις που στοχεύουν στη μεγαλύτερη διασφάλιση της θεσμικής του ακεραιότητας, ζητάει γνωματεύσεις, υποδεικνύει «πολιτική εκμετάλλευση» και κάνει λόγο για «εντυπώσεις». Και το χειρότερο; Θεωρεί πως με αυτή τη στάση πείθει την κοινή γνώμη πως όντως δεν υπάρχουν σκιές.
elenixenou11@gmail.com
