Το χειρότερο στην υπόθεση με τα έργα του κ. Γαβριήλ δεν είναι ούτε τα έργα, ούτε και οι απόπειρες λογοκρισίας από τους κάθε λογής υπερασπιστές των «ιερών και οσίων» μας. Είναι το απύθμενο θράσος κάποιων πολιτικών να πιστεύουν πως είναι σε θέση να κρίνουν τι θεωρείται τέχνη και τι όχι και να εμφανίζονται αίφνης ως θεματοφύλακες της αισθητικής, της ηθικής και –ουαί και αλίμονο– της ίδιας της πίστης, λες και ο τρόπος που πολιτεύονται οι ίδιοι ανταποκρίνεται στο ελάχιστο σε μια από τις έννοιες που εμπεριέχουν οι εν λόγω αξίες. Αν θέλουμε να βλέπουμε τη μεγάλη εικόνα και να μην πέφτουμε στην παγίδα της τοξικής αντιπαράθεσης που επιδιώκουν να μας σύρουν αυτοί οι πολιτικάντηδες, λαϊκίζοντας ασυστόλως εις βάρος και της τέχνης και της πίστης, τότε οφείλουμε να τους υποδείξουμε ότι η σχέση τους με τον πολιτισμό, είναι αποδεδειγμένα ανύπαρκτη εδώ και χρόνια και ως εκ τούτου θα έπρεπε να σιωπούν αντί να βγαίνουν με ύφος καταγγελτικό, σχεδόν ιεροεξεταστικό και να αποφασίζουν ποιο έργο τέχνης επιτρέπεται και ποιο πρέπει να καταδικαστεί. Ξοδεύτηκαν πολλοί τόνοι χαρτιού, μελανιού και φαιάς ουσίας στην ιστορία του πολιτισμού, ώστε να κατακτηθεί η ελευθερία της έκφρασης στην τέχνη και δεν μπορεί ο κάθε πολιτικός να ξυπνά μια καλή πρωία και ελαφρά τη καρδία να αποφασίζει να προκαλέσει σαματά στοχοποιώντας τα έργα ενός καλλιτέχνη (όσο κακά κι αν τα θεωρεί ή προσβλητικά) διαπομπεύοντας μάλιστα δημόσια τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Τα έργα του εκτίθενται σε γκαλερί, η οποία διαθέτει πόρτα που την ανοίγει κανείς και μπαίνει μέσα αν ενδιαφέρεται να τα δει. Αν τα θεωρεί προσβλητικά ή κακή τέχνη ή ξέρω ’γω τι άλλο, τότε δεν κάνει τον κόπο να περάσει ούτε έξω από την γκαλερί και το θέμα τελειώνει εδώ. Οτιδήποτε περισσότερο, πιστώνεται με κίνητρα που δεν έχουν να κάνουν με την ουσία της τέχνης ή της πίστης. Και πολιτικοί που θυμούνται την τέχνη –και γενικά τον πολιτισμό– μόνο όταν μπορούν να τη μετατρέψουν σε εργαλείο για να τη στριμώξουν σε ένα δίπολο, «ιερό - βλάσφημο», «ηθικό - ανήθικο», «εμείς - οι άλλοι», προκειμένου να χαϊδέψουν αυτιά ή να συσπειρώσουν ακροατήρια ή να αποσπάσουν χαμένες ψήφους, είναι πολύ πιο «βλάσφημοι» απ’ ό,τι εκείνοι χαρακτηρίζουν ως «βλασφημία». Και ακόμα κι αν επικαλεστούν την προάσπιση της πίστης για να υπερασπιστούν το αγνό των προθέσεών τους, αυτό κι αν είναι υποκριτικό και ανήθικο, δεδομένου ότι ένας βαθύς γνώστης των αξιών που εμπερικλείει η πίστη δεν θα διανοείτο κατ’ ουδένα λόγο να διαπομπεύσει έναν άνθρωπο –καλλιτέχνη ή μη– στα σόσιαλ ούτε και να υποκινήσει την ακύρωση της προσωπικότητάς του υποδαυλίζοντας μέχρι και απειλές εναντίον του. Αυτό δεν είναι προάσπιση της πίστης αλλά δημαγωγία του χειρίστου είδους, απόρροια απουσίας βάθους σκέψης και καλλιέργειας. Πολιτικοί, λοιπόν, οι οποίοι ουδέποτε υπερασπίστηκαν τον πολιτισμό, ουδέποτε δηλαδή μπήκαν μπροστά όταν ο πολιτισμός υποχρηματοδοτείτο, όταν οι καλλιτέχνες απαξιώνονταν, όταν οι πολιτιστικοί θεσμοί αφήνονταν στην τύχη τους, όταν η δημιουργία αντιμετωπιζόταν ως περιττό έξοδο και όχι ως θεμελιώδης αξία μιας ζωντανής δημοκρατίας, είναι αδιανόητο να έρχονται τώρα με περισσό θράσος να υποδείξουν τι πρέπει να θεωρείται τέχνη αναλαμβάνοντας τον ρόλο του αισθητικού και ηθικού κριτή. Ανεπαρκείς να κατανοήσουν πως όταν η τέχνη εργαλειοποιείται, το μόνο που συμβαίνει είναι να υποχωρεί ο στοχασμός και να ανοίγει ο δρόμος για τον εύκολο διχασμό, που καθηλώνει τη σκέψη και την κρίση στο ύψος της δικής τους θλιβερής μετριότητας. Διότι πολιτισμός δεν είναι μόνο ένα έργο τέχνης, είναι και ο τρόπος που πολιτεύεσαι και αν αυτός είναι του δημόσιου διασυρμού, της φτηνής δημαγωγίας, του διχασμού, της τοξικότητας, της στοχοποίησης και της ανάγκης να αποδείξεις τη δική σου «ηθική ανωτερότητα» καταδικάζοντας τον «άλλο», τότε καθίστασαι πολύ πιο επικίνδυνος από τα όποια έργα του όποιου καλλιτέχνη θεωρείς «προσβλητικά» και «βλάσφημα».
