Όταν πριν από μία βδομάδα κλήθηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να σχολιάσει τον μη διορισμό της κ. Βαρωσιώτου, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να καλέσει τους δικαστές να δικαιολογήσουν δημόσια την απόφασή τους επειδή, όπως είπε, «αντιλαμβάνεται απόλυτα την κοινωνική αντίδραση και γι’ αυτό θεωρεί πολύ σημαντική τη δημόσια αιτιολόγηση». Αυτήν την ξεκάθαρη –ομολογουμένως– θέση του Προέδρου ήρθε να κάνει ακόμα πιο «ξεκάθαρη» ο αναπληρωτής κυβερνητικός εκπρόσωπος λέγοντας πως «επειδή υπάρχει στην περιρρέουσα η εικόνα πως η κ. Βαρωσιώτου έχει καρατομηθεί, μια εξήγηση (εκ μέρους τον δικαστών) έστω και συνοπτική θα ήταν πρέπον να δοθεί ώστε να διαλυθούν οι σκιές».
Ότι αυτό το «κάλεσμα» προς τους δικαστές ήταν μια εξόφθαλμη παρέμβαση της κυβέρνησης στη Δικαιοσύνη δεν φάνηκε να πτοεί τον Πρόεδρο, ο οποίος δεν έδειξε ποσώς να προβληματίζεται περί αυτού. Μετά από μια βδομάδα, λοιπόν, από το εν λόγω συμβάν, ο Πρόεδρός μας ήλθε ενώπιον της απόφασης-καταπέλτη του ΕΔΑΔ. Και παρότι και σ’ αυτή την περίπτωση έσπευσε να δηλώσει πως κατανοεί –και μάλιστα απόλυτα– τα αισθήματα της κοινωνίας, εντούτοις η στάση του ήταν σε τόση απόκλιση από την προηγούμενη, ώστε ο κάθε νοήμων πολίτης ευλόγως να διερωτηθεί πού οφείλεται η ξαφνική μετάλλαξη. Προς τι αυτή η ασυνέπεια και η ανακολουθία; Γιατί στη μια περίπτωση δεν δίστασε ακόμα και να παρέμβει, ενώ στη δεύτερη περίπτωση της καταδίκης της Δημοκρατίας από το ΕΔΑΔ επέλεξε να «νίψει τας χείρας του»;
Γιατί δεν πήρε ξεκάθαρη θέση ώστε να ξέρει η ανάστατη κοινή γνώμη, η οποία βλέπει τους θεσμούς να διασύρονται, πού στέκεται ο Πρόεδρός της και ποια είναι η θέση του απέναντι στο περιεχόμενο της απόφασης όπως και στην ανάληψη της ευθύνης από τη Γενική Εισαγγελία; Πώς γίνεται στη μία περίπτωση ο Πρόεδρος να εξωθεί τους δικαστές να γίνουν επιρρεπείς στις αντιδράσεις της κοινής γνώμης, αδιαφορώντας για το παρεμβατικό της θέσης του και στην άλλη περίπτωση να υπεκφεύγει, προτάσσοντας διάφορα εντελώς απόμακρα από την ουσία, με το πρόσχημα ότι σέβεται τη διάκριση των εξουσιών, αφήνοντας έτσι τη θλιβερή εντύπωση ότι στα δύσκολα πάει και κρύβεται; Και σαν να μην έφτανε αυτό, έρχεται και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος να επιλέξει την ίδια οδό τού «λέω πολλά αλλά επί της ουσίας τίποτα». «Η θέση της κυβέρνησης», είπε, «είναι σαφής, ότι οι αποφάσεις και οι συστάσεις του ΕΔΑΔ πρέπει να υλοποιούνται αμέσως».
Δηλαδή υπήρχε περίπτωση η θέση της κυβέρνησης να ήταν άλλη; Ότι π.χ. δεν πρέπει να υλοποιούνται αμέσως οι αποφάσεις του ΕΔΑΔ; «Πρέπει», λέει, «αυτές οι αποφάσεις να αξιοποιηθούν στον μέγιστο βαθμό από όλους τους θεσμούς, ώστε να θωρακίσουμε όσο το δυνατό γίνεται τέτοιου είδους διαδικασίες και δη σε ζητήματα που άπτονται τόσο ευαίσθητων πτυχών». Το θέμα, ωστόσο, είναι το γιατί πρέπει να προηγηθούν οι αποφάσεις του ΕΔΑΔ ώστε να γίνει αυτή η θωράκιση και όχι το κατά πόσο η κυβέρνηση υιοθετεί το αυτονόητο. Επίσης, γιατί πρέπει να μας θυμίσει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πως είναι αυτή η κυβέρνηση που για πρώτη φορά προωθεί μια σειρά νομοσχεδίων για τον διαχωρισμό των εξουσιών; Αμφισβήτησε κανείς ότι η κυβέρνηση καλά κάνει και καταθέτει στη Βουλή αυτά τα περιβόητα 38 νομοσχέδια; Άρα προς τι η άτοπη «διαφήμιση»; Στη δε ερώτηση για το κατά πόσο ο Πρόεδρος θα ζητήσει την παραίτηση του βοηθού γενικού εισαγγελέα, γιατί επιστρατεύτηκε η ανεξαρτησία και η διάκριση των εξουσιών ώστε να μη δοθεί καθαρή απάντηση, ενώ την προηγούμενη βδομάδα την ίδια αυτή ανεξαρτησία και διάκριση ο Πρόεδρος τις προσπέρασε αδιάφορα; Πώς γίνεται μέσα σε μια εβδομάδα να ξεχειλώνει τόσο πολύ η έννοια της ανεξαρτησίας και της διάκρισης των εξουσιών; Και πώς είναι δυνατόν όταν το ΕΔΑΔ εκδίδει μια τέτοια απόφαση που ντροπιάζει τη χώρα, ο Πρόεδρος της χώρας να κρύβεται πίσω από διαφημίσεις των κατορθωμάτων του και άλλα λόγια να αγαπιόμαστε;