Προτού καν δημοσιοποιηθεί η αιτιολόγηση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Σώματος για τον μη διορισμό της κ. Βαρωσιώτου η κοινή γνώμη καθώς και αρκετοί συνάδελφοι αποφάνθηκαν –ατεκμηρίωτα– πως η απόφαση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το πόρισμα της δικαστού για τα αίτια θανάτου του Θανάση Νικολάου, καθώς και με την «απείθεια» που αυτή φέρεται να επέδειξε σε οδηγίες του διοικητικού προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Με άλλα λόγια έσπευσαν να καλλιεργήσουν το ατεκμηρίωτο συμπέρασμα πως η κα Βαρωσιώτου «τιμωρήθηκε» γιατί τόλμησε να τα βάλει με το σύστημα, αφήνοντας να νοηθεί πως το εν λόγω δικαστικό σώμα είναι μέρος της ευρύτερης συνωμοσίας που σχετίζεται με την απόκρυψη ενόχων.
Κανείς δεν θεώρησε σοφό να κάνει μια παύση ώστε να συλλογιστεί νηφάλια πως μια τέτοια «ετυμηγορία» είναι πρώιμη και αυθαίρετη εφόσον η γνώση όλων των γεγονότων παραμένει ελλιπής και πως κάτι τέτοιο είναι εξίσου προβληματικό όσο και η τυχόν μεροληπτική αξιολόγηση της εν λόγω δικαστού. Παρ’ όλα αυτά ας δεχτούμε πως η «παρορμητική» βεβαιότητα του κόσμου ότι η δικαστής «τιμωρήθηκε» είναι εν μέρει κατανοητή δεδομένου του θυμού που προκαλεί η για είκοσι και πλέον χρόνια αδικαίωτη μάχη της οικογένειας του Νικολάου να αποδείξει τη δολοφονία του, καθώς επίσης και η δυσπιστία που υπάρχει απέναντι στους θεσμούς και η οποία έχει σαν παρενέργεια την ανάγκη δημιουργίας «ηρώων και ηρωίδων που τα βάζουν με το σαθρό κατεστημένο». Η στάση όμως της κυβέρνησης σ’ αυτή την ιστορία ούτε κατανοητή μπορεί να είναι, ούτε και αποδεκτή για τον απλούστατο λόγο ότι πέρα από ανησυχητικό δείγμα λαϊκισμού αποτελεί παρέμβαση στη Δικαιοσύνη. Τι είπε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας; Πως επειδή αντιλαμβάνεται –απόλυτα μάλιστα– την κοινωνική αντίδραση είναι πάρα πολύ σημαντικό να δικαιολογηθεί δημόσια η λήψη της συγκεκριμένης απόφασης. Και ήρθε μετά ο αναπληρωτής κυβερνητικός εκπρόσωπος να «εξηγήσει» τη δήλωση του Προέδρου, λέγοντας πως το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο «μπορεί να δώσει περιληπτικά κάποιους λόγους έτσι ώστε να διαλυθούν οι σκιές που έχουν δημιουργηθεί και να γνωρίζει η κοινωνία το υπόβαθρο που στηρίχτηκαν οι εφτά δικαστές». «Διότι υπάρχει» είπε «η περιρρέουσα εικόνα ότι η κα Βαρωσιώτου έχει καρατομηθεί, κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο, αφού οδηγεί στην εντύπωση πως η δικαστική εξουσία αποφαίνεται «κατά παραγγελία». Σύμφωνα λοιπόν με την κυβέρνηση το πρέπον ήταν να κάνει το δικαστικό σώμα μια περίληψη των λόγων μη διορισμού της κας Βαρωσιώτου και να τη δημοσιοποιήσει και αυτό, σύμφωνα με την κυβέρνηση θα ήταν αρκετό για να διαλυθούν οι απανταχού σκιές και να πειστεί η δύσπιστη κοινή γνώμη ότι η απόφαση πάρθηκε για λόγους άσχετους με την υπόθεση Νικολάου. Κι αν μια τέτοια θέση δεν είναι μια ιδιαιτέρως προβληματική υπεραπλούστευση των γεγονότων, η οποία καταδεικνύει και την ουσιαστική αδυναμία της κυβέρνησης να διαχειριστεί την κοινή γνώμη χωρίς να άγεται και να φέρεται από αυτήν, τότε πώς αλλιώς να την εκλάβει ο νοήμων πολίτης; Η αμφισβήτηση της δικαιοσύνης δεν λύνεται με το χαϊδεύει η κυβέρνηση τα αφτιά της κοινής γνώμης, ούτε με το να παριστάνει πως συμπαραστέκεται στο αίσθημα οργής που την κατακλύζει από καιρού εις καιρόν και για το οποίο διατηρεί μάλιστα την ψευδαίσθηση πως δεν φέρει καμία ευθύνη. Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης είναι το θεμέλιο της δημοκρατίας και οι κυβερνώντες οφείλουν να τη διαφυλάξουν, αποδεικνύοντας πως γνωρίζουν και αναγνωρίζουν ότι δεν νοείται να επηρεάζονται οι δικαστές από την κοινή γνώμη, τα ΜΚΔ και τα ΜΜΕ ή να δέχονται πολιτικές πιέσεις. Και το να καλεί ένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας τους δικαστές να δικαιολογήσουν δημόσια την απόφασή τους –περιληπτικά μάλιστα– ώστε τάχα να διαλυθούν οι σκιές χωρίς να αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για παρέμβαση που πλήττει την ανεξαρτησία τους, προτρέποντάς τους να γίνουν επιρρεπείς στις αντιδράσεις της κοινής γνώμης, τότε τα πράγματα είναι πιο σοβαρά από ό,τι νομίζουμε.