Ας το ξεκαθαρίσουμε μια και καλή. Οι συνθήκες στους οίκους στέγασης και στα κέντρα φροντίδας ηλικιωμένων είναι ευθύνη ενός κράτους πραγματικής και όχι εικονικής πρόνοιας, ώστε αυτές να προσφέρουν το καλύτερο δυνατόν στον πολίτη της τρίτης ηλικίας και να ανταποκρίνονται στον σεβασμό και την αξιοπρέπεια που εκείνος δικαιούται. Αυτό ισχύει και για κάθε άλλη ευάλωτη ομάδα. Και ο λόγος που χρειάζεται επειγόντως να το ξεκαθαρίσουμε είναι γιατί κανένας πολιτικός δεν έχει το δικαίωμα να προσεγγίζει αυτό το αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε πολίτη της τρίτης ηλικίας (ή όποιας άλλης ευάλωτης ομάδας) σε αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, ως φιλανθρωπία. Το κάνω πιο λιανά: Δεν πρόκειται για φιλανθρωπία, πρόκειται για δικαίωμα. Και ακόμα πιο λιανά: Το δικαίωμα είναι θεσμοθετημένο, ενώ η φιλανθρωπία προϋποθέτει έναν δωρητή, έναν ηγέτη-ευεργέτη που αναλόγως με ό,τι αυτός προαιρείται βελτιώνονται ή όχι και οι συνθήκες του ευεργετούμενου. Στη φιλανθρωπία ο ηλικιωμένος γίνεται παραλήπτης «ελεημοσύνης», στο δικαίωμα απαιτεί αυτό που δικαιούται. Δηλαδή δεν επαφίεται στη «μεγαλοψυχία» του οποιουδήποτε ηγέτη-ευεργέτη. Στη φιλανθρωπία ο ηλικιωμένος μετατρέπεται σε πολίτη που χρειάζεται βοήθεια. Στο δικαίωμα ο ηλικιωμένος είναι αναπόσπαστο μέρος της κοινωνίας και δη αυτός που συνέβαλε στην οικοδόμησή της και τώρα δικαιούται να απολαμβάνει την προστασία της. Στη φιλανθρωπία ο ηλικιωμένος είναι ο «επωφελούμενος», στο δικαίωμα είναι ο δικαιούχος και αυτό ακριβώς πρέπει να είναι ώστε να μην προσβάλλεται η αξιοπρέπειά του. Η κοινωνική πρόνοια δεν είναι φιλανθρωπία. Είναι το πρώτιστο καθήκον του πολιτικού και η ατράνταχτη απόδειξη πολιτικού ήθους. Και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να συγχέει τον ρόλο του, πόσο μάλλον ο ίδιος ο Πρόεδρος της χώρας, μετατρέποντας τον εαυτό του σε «φιλάνθρωπο» παραχωρώντας τη σύνταξή του, που κανονικά δεν θα ’πρεπε καν να λαμβάνει, ούτε αυτός ούτε οι υπόλοιποι αποδέκτες πολλαπλών συντάξεων, «για να βελτιωθεί» όπως γράφει στα ΜΚΔ του, «η καθημερινότητα των συμπολιτών μας της τρίτης ηλικίας».
Η βελτίωση της καθημερινότητας των συμπολιτών μας της τρίτης ηλικίας είναι καθήκον της πολιτείας και της εκάστοτε διακυβέρνησης. Και η ανυπαρξία κρατικών δομών που να μην προσβάλλουν την αξιοπρέπειά τους και να μην τους αντιμετωπίζουν σαν ξοφλημένες υπάρξεις θα έπρεπε εδώ και χρόνια να είναι προτεραιότητα, αλλά ουδέποτε ήταν. Γι’ αυτό και σήμερα σ’ αυτό το κράτος, ο άνθρωπος φοβάται να γεράσει γνωρίζοντας πως είναι αφημένος στο έλεος της κάθε ιδιωτικής στέγης ευγηρίας με ανειδίκευτο ως επί το πλείστον προσωπικό ή στο κάθε πανάκριβο κέντρο αποκατάστασης που ελάχιστοι μπορούν να πληρώσουν ή στην όποια οικιακή βοηθό του κληρώσει η μοίρα. Εξειδικευμένες δομές που να μην λειτουργούν ως χώροι «αποθήκευσης» των ανθρώπων, αλλά να προσφέρουν ποιοτική φροντίδα, είναι σχεδόν ανύπαρκτες και η κρατική κατ’ οίκον φροντίδα έρχεται μόνο όταν είσαι ήδη κατάκοιτος. Με άλλα λόγια, αυτό το κράτος δεν φρόντισε ποτέ ώστε ο ηλικιωμένος να έχει έναν αξιοπρεπή χώρο να πάει να μείνει όταν χρειάζεται φροντίδα ή ένα κέντρο αποκατάστασης να τον περιθάλψει. Και όσο για τα όποια επιδόματα θεσπίζονται, αυτά δυστυχώς δεν αναιρούν τις συνθήκες των γηροκομείων οι οποίες παραμένουν τραγικά ανεπαρκείς. Άρα, αν πραγματικά ενδιαφέρει την κυβέρνηση και όποιον άλλο πολιτικό η «βελτίωση της καθημερινότητας των συμπολιτών μας της τρίτης ηλικίας» τότε το πρώτιστο που οφείλουν είναι να αλλάξουν νοοτροπία και να σταματήσουν να την αντιμετωπίζουν ως φιλανθρωπία. Να εμπεδώσουν ότι πρόκειται για δικαίωμα και οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση υποβαθμίζει τον πολίτη, μειώνοντάς τον σε αποδέκτη «ελεημοσύνης», καθιστώντας τον ευγνώμονα στην καλή διάθεση του ηγέτη-ευεργέτη. Μια τέτοια προσέγγιση είναι το λιγότερο οπισθοδρομική, αφού συντηρεί την πελατειακή νοοτροπία, εργαλειοποιεί την πρόνοια για προσωπικό ή επικοινωνιακό όφελος και υπονομεύει την πολιτική ευθύνη. Με απλά λόγια, κανένας πολιτικός δεν έχει το δικαίωμα να αντιμετωπίζει την κοινωνική πρόνοια ως «χάρη». Η κοινωνική πρόνοια είναι κατάκτηση και αναφαίρετο δικαίωμα του πολίτη. Και οτιδήποτε λιγότερο είναι «πολιτικός λαϊκισμός».