Μιλάει με το κεφάλι σκυφτό και διακεκομμένη τη φωνή, προσπαθεί να συγκρατήσει τη λύπη του, δεν θέλει να την περιφέρει γυμνή μπροστά στις κάμερες. Λέει πως δεν κάηκε μόνο το σπίτι του, κάηκε η ιστορία του, το βιος των γονιών του, των παππούδων του, το βιος το δικό του. Δεν ξέρει τι άλλο να πει, η ρεπόρτερ, αδαής προφανώς, τον ρωτάει πώς νιώθει –εντελώς περιττή και αχρείαστη ερώτηση– εκείνος δεν απαντά, αδυνατεί να αρθρώσει το συναίσθημα που τον βαραίνει και κοιτάζει γύρω του: καμένη γη, καμένα σπίτια, καμένα δέντρα, ένα τοπίο μαύρο, κατάμαυρο. Αδιανόητη καταστροφή.
Αυτή είναι η μαρτυρία ενός κατοίκου της Λόφου, μια ανάμεσα σε τόσες άλλες που συγκλονίζουν και συνάμα υπαγορεύουν να μείνεις στη σιωπή, αν δεν έχεις κάτι χρήσιμο να πεις. Κόσμος απελπισμένος, οι πλείστοι ηλικιωμένοι δεν ξέρουν πού να πάνε, τι να κάνουν, κάποιοι δεν έχουν το σθένος, άλλοι δεν θέλουν να αφήσουν το σπίτι τους, δύο άνθρωποι έχασαν ήδη τη ζωή τους, επικρατεί το χάος. Οι πυροσβέστες και οι εθελοντές στην πρώτη γραμμή κάνουν ό,τι μπορούν και περισσότερα απ’ όσα μπορούν και την ίδια ώρα ένα σωρό οργανώσεις και επιχειρήσεις κινητοποιούνται για να βοηθήσουν, βγάζουν ανακοινώσεις για φιλοξενία των πληγέντων σε καταλύματα, για περισυλλογή ρούχων και φαγητών, για περίθαλψη των ζώων, για οικονομική στήριξη. Η αλληλεγγύη και η ανθρωπιά σε πρώτο πλάνο κι αυτό είναι μια παρηγοριά και ταυτόχρονα απόδειξη δύναμης, στην οποία ίσως είναι ώρα να εστιάσουμε προκειμένου να διατηρήσουμε μια ελπίδα πως όσο ξέρουμε να απλώνουμε το χέρι ο ένας στον άλλο δεν θα χαθούμε ολότελα. Είναι ωστόσο αρκετό; Προφανώς δεν είναι, αλλά είναι μια σημαντική παράμετρος την οποία οφείλουμε να προτάξουμε πλάι στις όποιες κρατικές ανεπάρκειες, ώστε να εμπιστευτούμε ξανά τον εαυτό μας, ότι δηλαδή μπορούμε να διεκδικήσουμε κάτι καλύτερο από ό,τι μας συμβαίνει ή δεν μας συμβαίνει. Και συνάμα να αντιληφθούμε πως αν αυτή η απλοχεριά υπήρχε και από μέρους των πρωταγωνιστών της πολιτικής μας ζωής ώστε στα δύσκολα να παραμέριζαν το κυνήγι των εκλογών, των ποσοστών και των τοξικών αντιπαραθέσεων, για να συνεργαστούν προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος, δηλαδή του κάθε πολίτη και του ίδιου του τόπου, ίσως όλα να ήταν αλλιώς, σαφώς πιο ανθρώπινα, πιο ουσιαστικά και λιγότερο συμφεροντολογικά και μικροπολιτικά.
Κι αν αυτά τέτοιες ώρες ακούγονται σαν λόγια του αέρα, κακώς εκλαμβάνονται ως τέτοια, διότι είναι ακριβώς σε αυτές τις αδιανόητα θλιβερές περιστάσεις που έχουμε χρέος να ανεβάσουμε τον πήχη εκεί όπου πρέπει να επανέλθει. Και μπορεί να μην ήταν όντως η ώρα για απόδοση ευθυνών εν μέσω κατάσβεσης των πυρκαγιών, όπως δήλωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης, αλλά αναμφισβήτητα ήταν και εξακολουθεί να είναι η ώρα να μετρηθεί ο καθένας τους με γνώμονα το ύφος, το λεξιλόγιο και την επιχειρηματολογία που χρησιμοποιούν. Διότι αυτό το ύφος το οποίο περιφέρουν και οι λέξεις που επιλέγουν στις δύσκολες αυτές ώρες δεν κάνει καθόλου πιστευτή την πραγματική τους έγνοια για τον τόπο και τους πολίτες, αλλά αντιθέτως προδίδει την αδυναμία τους να απεγκλωβιστούν από τη δική τους έγνοια να μη φανούν κατώτεροι των περιστάσεων, με αποτέλεσμα να σπεύδουν να δικαιολογούν ακόμα και τα αδικαιολόγητα. Και φέρνω ως επίλογο ένα απτό παράδειγμα: Όταν κλήθηκε ο κ. Λετυμπιώτης να σχολιάσει τη δήλωσή του πως «η Κυπριακή Δημοκρατία είναι όσο ποτέ άλλοτε προετοιμασμένη και ενισχυμένη για να αντιμετωπίσει την οποιαδήποτε πυρκαγιά» και πως «η πολιτική προστασία περνά σε νέα εποχή» το λιγότερο που έπρεπε να κάνει ήταν να παραδεχτεί πως επρόκειτο για μια υπερφίαλη δήλωση. Αντ’ αυτού απάντησε πως οι συνθήκες της πυρκαγιάς ήταν πρωτοφανείς, λες και δεν είναι αυτές τις πρωτοφανείς συνθήκες που οφείλει το κράτος να αντιμετωπίσει αν όντως ο ισχυρισμός «η πολιτική προστασία έχει περάσει σε νέα εποχή» δεν είναι κενός περιεχομένου.