Τι έχει να προσφέρει αυτό το κράτος στους ηλικιωμένους του ώστε να διανύσουν το τέλος της ζωής τους με αξιοπρέπεια; Τίποτα απολύτως. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην παρούσα διακυβέρνηση αλλά σε όλες όσες προηγήθηκαν. Καμία υπερβολή στη διαπίστωσή μου, αντιθέτως, η θλιβερή πραγματικότητα για όποιον ηλικιωμένο έρθει η στιγμή να τη βιώσει το επιβεβαιώνει πανηγυρικά, αποδεικνύοντας ποικιλοτρόπως την τεράστια απόσταση που υπάρχει μεταξύ θεωρίας, προθέσεων, εξαγγελιών και πραγματικών συνθηκών, δεδομένου μάλιστα ότι η τρίτη ηλικία δεν διαθέτει την πολυτέλεια του χρόνου μέσα στο βάθος του οποίου απλώνουν συνήθως τα μεγαλόστομα πολιτικά «θα». Ποιον πολιτικό ενδιαφέρει ωστόσο αυτή η συνειδητοποίηση; Ποιος έχει δώσει ουσιαστική μάχη ώστε να ιεραρχηθεί ως προτεραιότητα το χτίσιμο δομών και υποδομών περίθαλψης και φροντίδας για τους ηλικιωμένους μας προκειμένου να φύγουν από τη ζωή όπως αξίζει σε κάθε άνθρωπο; Κανένας προφανώς, αφού εκ του αποτελέσματος όταν κάποιος γεράσει σ’ αυτή τη χώρα είναι αφημένος στο έλεος της κάθε ιδιωτικής στέγης ευγηρίας με ανειδίκευτο ως επί το πλείστον προσωπικό ή στο κάθε πανάκριβο κέντρο αποκατάστασης, το οποίο ελάχιστοι μπορούν με άνεση να πληρώνουν ή στην όποια οικιακή βοηθό του κληρώσει η μοίρα να τον φροντίζει.
Και η οικογένειά του, θα ισχυριστεί κάποιος; Όταν ο σύγχρονος τρόπος ζωής με το ανελέητο σύστημα οικονομικής επιβίωσης μετατρέπει τον άνθρωπο σε σκλάβο της δουλειάς του χωρίς σχεδόν καθόλου ελεύθερο χρόνο για τους γέρους και τα παιδιά του, τότε τι επιλογές έχει η οικογένεια παρά να παραδοθεί αποδυναμωμένη στους «κανόνες» της σκληρής πραγματικότητας; Και γι’ αυτό ακριβώς είναι που οφείλει το κράτος να καλύψει το κενό θέτοντας ως προτεραιότητα την πρόνοια των πολιτών και δη της τρίτης ηλικίας, πράγμα ωστόσο το οποίο απέχει παρασάγγας από αυτό που συμβαίνει στην πραγματική πραγματικότητα. Και ποια είναι η πραγματική πραγματικότητα; Ο ηλικιωμένος σ’ αυτή τη χώρα δεν έχει έναν αξιοπρεπή χώρο να πάει να μείνει όταν χρειάζεται φροντίδα, δεν έχει ένα προσιτό οικονομικά κέντρο αποκατάστασης να τον περιθάλψει και συν τοις άλλοις δεν του επιτρέπεται καν να συναλλάσσεται και να συνδιαλέγεται με το κράτος, αφού όλα γίνονται ηλεκτρονικά χωρίς να υπάρχει μια δημόσια υπηρεσία ταγμένη να βοηθά τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας. Και όσο για τα όποια επιδόματα θεσπίζονται, αυτά δυστυχώς δεν αναιρούν τις συνθήκες των γηροκομείων, οι οποίες παραμένουν καταθλιπτικά ανεπαρκείς. Με άλλα λόγια αυτό που συμβαίνει είναι πως ο ηλικιωμένος εξαναγκάζεται από το κράτος με ποικίλους τρόπους –πρακτικούς, ψυχολογικούς, σωματικούς κτλ.– να χάνει μέρα με τη μέρα την αξιοπρέπειά του και να βυθίζεται στην κατάθλιψη, όχι μόνο για το τέλος που έρχεται αλλά και για τη διαπίστωση πως το κράτος το οποίο στήριξε με τα ίδια του τα χέρια σε πολύ δύσκολες συνθήκες, τώρα που εκείνος χρειάζεται τη βοήθειά του, του γυρίζει επιδεικτικά την πλάτη, θεωρώντας τον «ξοφλημένη» υπόθεση.
Οι σημερινοί μας ηλικιωμένοι –έτσι για να μην ξεχνιόμαστε– είναι αυτοί που στήριξαν τη χώρα μετά τον πόλεμο, που έχασαν τα σπίτια τους και έπρεπε να επιβιώσουν, που ανατράπηκε η ζωή τους και έπρεπε να κρατήσουν το κεφάλι τους ψηλά. Και αν είναι σε θέση οι καριερίστες πολιτικοί μας να απολαμβάνουν τις πολλαπλές συντάξεις και τα προνόμιά τους, το χρωστούν σ’ αυτούς τους ανθρώπους που εδώ και χρόνια τους πετούν στο περιθώριο προσβάλλοντας την αξιοπρέπειά τους την οποία εκείνοι μια ζωή έφτυναν αίμα για να διατηρήσουν. Και αυτό είναι ενδεικτικό της πολιτικής αγυρτείας που υποβόσκει στη σύγχρονη πολιτική. Μόνο που εμείς είμαστε ένα μικρό νησί και ως τέτοιο θα έπρεπε να είχαμε άλλες αξίες, όχι στα λόγια αλλά στις πράξεις. Και μ’ αυτό εννοώ πως όσο οι ηλικιωμένοι μας αντιμετωπίζονται ως άνθρωποι ενός κατώτερου θεού, κανείς πολιτικός δεν δικαιούται να συνεχίσει να μιλά για «οικογένεια, θρησκεία ή πατρίδα», διότι ακόμα και η υποκρισία έχει τα όριά της.