Εξακολουθεί ο Πρόεδρος να πιστεύει πως ο χειρισμός της διαμαρτυρίας των κυνηγών ήταν καθόλα σωστός και ενδεδειγμένος. «Εκείνο που με ενδιέφερε», δήλωσε τις προάλλες, «ήταν να σταματήσει η ταλαιπωρία που υφίστατο ο κυπριακός λαός. Με ενδιαφέρει να λύνω προβλήματα και γι’ αυτό τον λόγο έκανα την παρέμβαση». Σαφέστατη η δήλωση του Προέδρου και σοβαρός λόγος να ασχοληθεί ξανά η στήλη μ’ αυτό το ζήτημα. Ενδεχομένως να ισχυριστεί κάποιος ότι συμβαίνουν πιο σημαντικά θέματα όπως για παράδειγμα ο διορισμός του κ. Χαν για το Κυπριακό και άρα προς τι αυτή η επιμονή σε ένα θέμα που θεωρείται λήξαν; Φευ, όμως. Ενόσω ο Πρόεδρος εξακολουθεί να θεωρεί πως ο χειρισμός του ήταν ο πλέον κατάλληλος και εκλαμβάνει μάλιστα τις όποιες αντίθετες απόψεις ή επικρίσεις ως μέρος της προεκλογικής εκστρατείας για τις βουλευτικές, υπονοώντας ότι οφείλονται στη μικροπολιτική των κομμάτων εις βάρος της κυβέρνησης, τότε δεν μπορεί να θεωρηθεί λήξαν.
Γιατί; Διότι δεν πρόκειται απλώς για ένα γεγονός, αλλά για έναν τρόπο σκέψης που συρρικνώνει τον θεσμό του Πρόεδρου της Δημοκρατίας στον ρόλο του Προέδρου-σωτήρα και την έκφραση της αντίθετης άποψης στη σφαίρα των μικροπολιτικών κινήτρων που στόχο έχουν να πλήξουν αυτό τον Πρόεδρο-σωτήρα. Με άλλα λόγια, η άποψη που σχημάτισε ο κάθε σκεπτόμενος πολίτης, ο οποίος εμβρόντητος παρακολουθούσε να κυκλοφορεί το βίντεο με τον κ. Προδρόμου (πρόεδρος του ΚΕΚΚ) να συνομιλεί τηλεφωνικώς με τον Πρόεδρο της χώρας, ενώ οι φουκούδες άναβαν εν τω μέσω του αυτοκινητόδρομου, εκπορεύεται, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Προέδρου μας, από αλλότρια κίνητρα που έχουν να κάνουν με μικροκομματικά συμφέροντα και όχι από μια ευρυγώνια ανάγνωση των γεγονότων που προσπερνά αυτές ακριβώς τις πρωτοβάθμιες ερμηνείες προκειμένου να εισχωρήσει σε ένα άλλο βάθος διερώτησης. Αυτό προφανώς δεν παίζει να ισχύει στο μυαλό των κυβερνώντων και γι’ αυτό ακριβώς είναι που μια τέτοια θέση χρήζει σχολιασμού και προβληματισμού, διότι υποκρύπτει τον σοβαρό κίνδυνο καθήλωσης της νόησης και κατανόησής μας στην επιφάνεια, δεδομένου ότι μόνο εκεί «ευδοκιμούν» και «επιβιώνουν» Πρόεδροι-σωτήρες.
Με αυτές όμως τις επιδερμικές αναγνώσεις είναι που διολισθαίνει η άσκηση της πολιτικής από το επίπεδο της θωράκισης των θεσμών, στην προσωποποίησή τους. Και αν η προσωποποίηση των θεσμών δεν είναι μικροπολιτική, τότε τι άλλο είναι αφού με αυτή την ατομίκευση (ευτυχώς που παρενέβη ο Πρόεδρός μας και λύθηκε το πρόβλημα) το όφελος είναι πρωτίστως προσωπικό και όχι θεσμικό, δηλαδή το πρόσωπο ωφελείται και όχι η χρηστή διοίκηση του κράτους. Για να το κάνω πιο λιανά, αν πρέπει να παρέμβει ο Πρόεδρος της χώρας με τηλεφωνικά αλισβερίσια, για να επιλυθεί ένα τέτοιο ζήτημα, το οποίο κακώς δημιουργήθηκε εξαρχής, τότε αυτός δεν είναι λόγος να χαιρόμαστε αλλά να ανησυχούμε που το κράτος αντί να λειτουργεί όπως θα έπρεπε χρειάζεται προεδρικές «σωτήριες» παρεμβάσεις. «Αν με κρίνουν για το ότι πήρα τηλέφωνο για να σταματήσει αυτή η ταλαιπωρία» είπε ο κ. Χριστοδουλίδης, «ας τους κρίνει ο κυπριακός λαός». Κι αυτό τι άραγε σημαίνει; Στο μυαλό του Προέδρου υπάρχει προφανώς η δική του θέση, η οποία πηγάζει από την αγνή του πρόθεση να βοηθήσει και υπάρχει και η επίκριση που πηγάζει από μικροκομματικά ή άλλα συμφέροντα (άσπρο-μαύρο). Και άρα αυτοί που με αλλότρια κίνητρα τον επικρίνουν θα κριθούν από τον κυπριακό λαό που ξέρει να διακρίνει τις αγνές προθέσεις. Κακώς όμως ο Πρόεδρος επιλέγει να αφήσει έξω από τις υπεραπλουστευμένες εξισώσεις του μια άλλη κατηγορία πολιτών που δεν ανήκει ούτε στους μεν (αγνούς υπερασπιστές) ούτε στους δε (κακόβουλους επικριτές). Και αναφέρομαι σε όλους εκείνους τους σκεπτόμενους πολίτες που, παρακολουθώντας αυτά τα ευτράπελα και τις εξίσου ευτράπελες αιτιολογήσεις τους, εξακολουθούν να ταλαιπωρούνται από τη γνήσια απορία πώς είναι δυνατόν μετά από όσα έπαθε ο τόπος να υπάρχει ακόμα πρόσφορο έδαφος για να προβάλλεται το μοντέλο του Προέδρου-σωτήρα.