
Του Γιάννη Ιωάννου
Ο σπουδαίος Γάλλος φιλόσοφος Pierre Andre Taguieff εξηγεί με πάρα πολύ χιούμορ στο έργο του «Σύντομη Πραγματεία περί Συνωμοσιολογίας» τη βασική διαφορά μεταξύ των πραγματικών συνωμοσιών και των ανθρώπων που τείνουν να ερμηνεύουν τα πράγματα, γεγονότα και φαινόμενα με θεωρίες συνωμοσίας. Αυτό που ο πολύπειρος Γάλλος θεωρητικός επισημαίνει είναι πως όλες οι θεωρίες συνωμοσίας διακατέχονται από ένα πνεύμα ολοκληρωτισμού. Γι’ αυτό ακριβώς και ο μέσος συνωμοσιολόγος διακρίνει πάντα, στο πλαίσιο αυτού του σχετικισμού που τον διακρίνει, μεταξύ καλού και κακού –θέτοντας αυτόματα όποιον διαφωνεί εντός του διαβολικού πλαισίου. Στον αντίποδα, οι πραγματικοί συνωμότες είτε πρόκειται για τρομοκράτες, ποινικούς ή εγκληματίες λευκού κολλάρου πολύ ορθολογιστικά δρουν ανενόχλητοι και, ενίοτε, είναι πάρα πολύ επιτυχημένοι. Με αφορμή τα γεγονότα που έλαβαν χώρα έξω από το συγκρότημα «ΔΙΑΣ» την περασμένη εβδομάδα, ένας έμπειρος παρατηρητής θα τόνιζε πως στην Κύπρο, μεταξύ άλλων κατηγοριών, υπάρχουν πολύπειροι συνωμότες και μεγάλοι σε αριθμούς, εκεί έξω, συνωμοσιολόγοι.
Οι συνωμότες γνωρίζουν καλά πώς να παίξουν το παιχνίδι της διαφθοράς, της κακιστοκρατίας, της μίζας και του εύκολου κέρδους. Αρκεί κανείς να ανατρέξει σε όλες τις σύγχρονες υποθέσεις σκανδάλων στην Κύπρο από τις αρχές του 2000. Από το Χρηματιστήριο μέχρι τα χρυσά διαβατήρια η κυπριακή απατεωνιά, όσο μικρός κι αν είναι ο τόπος, περνάει μέσα από τη συνωμοσία. Την αυθεντική, χωρίς επίπεδες Γαίες, ανθρώπους που τρώνε παιδιά ή που μοιάζουν με σαύρες και «κακούς Εβραίους», με τους κανόνες: Τη σιωπηρή ανοχή, την έλλειψη διαφάνειας, τα καλά κρυμμένα μυστικά, τις υπόγειες διαδρομές ανθρώπων και, κυρίως, χρήματος. Στο αντίποδα αυτής της πολύπειρης ομάδας οι συνωμοσιολόγοι προτάσσουν το συνωμοσιολογικό τους φαντασιακό: Ενώ βλέπουν ότι κάποιος, επί του πρακτέου, τους διοικεί με κάκιστο τρόπο, τους επιβάλλει αδιαφάνεια και τους ληστεύει, επί της ουσίας, τα χρήματα με τα οποία καταβάλλουν τους φόρους τους αυτοί επιμένουν στον πολιτιστικό και πολιτικό τους σχετικισμό. Το ίδιο ισχύει για την πανδημία, τα μέτρα και τους εμβολιασμούς. Ο συνωμοσιολόγος, γεμάτος φόβο, αβεβαιότητα και σε μόνιμη κατάσταση γνωστικής ασυμφωνίας, τείνει να ερμηνεύσει πολύπλοκες καταστάσεις με έναν τρομερά «εξηγήσιμο» για τον ίδιο τρόπο. Η ημιμάθεια και το χαμηλό επίπεδο καλλιέργειας απλώς χειροτερεύει την κατάστασή του. Κι όπως, εύστοχα, επισημαίνει ο Taguieff, ο συνωμοσιολόγος πέφτει συχνά θύμα απάτης. Για να πάμε τη σκέψη του τελευταίου ένα βήμα πιο πέρα, ο μέσος Κύπριος συνωμοσιολόγος πέφτει κάλλιστα θύμα ενός επιτήδειου τσαρλατάνου-γιατρού ή ενός απατεωνίσκου δικηγόρου, εκλέγει για βουλευτή έναν απατεώνα αλλά την ίδια στιγμή πιστεύει πως το «μπόλι» έχει μέσα του νεκρά βρέφη και πως η πανδημία είναι όργανο σατανικών όντων που θέλουν να καθυποτάξουν την πίστη του.
Η αντιμετώπιση των συνωμοσιολόγων στην Κύπρο δεν αποτελεί μόνον ζήτημα επιστημονικής δουλειάς καθώς και μιας συστηματικής προσπάθειας εκ μέρους της πολιτείας –από την πάταξη του ρατσιστικού λόγου και τη ρύθμιση των επαγγελματικών αδειών (σ.σ. αν ο νοσηλευτής δεν θέλει να εμβολιαστεί ή αν ένας δικηγόρος κερδοσκοπεί σε βάρος αφελών) μέχρι την αξιοποίηση των δεδομένων για την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης και των fake news. Αποτελεί και μια δουλειά που πρέπει να αναλάβουμε όλοι σε επίπεδο κοινωνικής μηχανικής, στο επίπεδο των τοπικών κοινοτήτων και της ατομικής δράσης. Στη γειτονιά, στη φρουταρία που πάμε καθημερινά ή στο σχολείο που συναντιόμαστε με άλλους γονείς. Στο ευρύτερο επαγγελματικό, οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον. Απέναντι σε έναν συνωμοσιολόγο υπάρχει πάντα ο αντίλογος, η λογική του «κουτζιά καθαρισμένα» (το λεγόμενο «KISS-keep it silly, simple») και η έκθεσή του σε μια επιχειρηματολογία που θα τον κάνει να αναρωτηθεί το αυτονόητο:
«Mήπως πιστεύοντας όλες αυτές τις ανοητολογίες κάποιοι με εκμεταλλεύονται, στοχεύοντας σαφώς στην... πούγκα μου;» Στο κυπριακό συγκείμενο, ο μέσος συμπολίτης μας –που εργάζεται σκληρά– δεν επιθυμεί να πέφτει θύμα ενός επιτήδειου απατεώνα που για να τον μεταφέρει, με λεωφορεία, από τη Χ επαρχία της Κύπρου για να διαδηλώσει έξω από το Προεδρικό εναντίον των μέτρων της πανδημίας, τον χρεώνει. Ούτε για να προσφύγει, κατά των μέτρων της κυβέρνησης, επειδή ο Χ δικηγόρος θέλει να τον «δαγκώσει» σε μια προσφυγή χωρίς καμιά νομική τύχη. Απέναντι στη φιλυποψία του μέσου Κύπριου συνωμοσιολόγου συμπολίτη μας υπάρχει, αντίστοιχα, μια γενναία δόση κριτικής προσέγγισης στα πράγματα που μπορούμε να του μεταδώσουμε. Με ένα discourse που θα του καταδείξει πως αν συμμετέχει σε όχλους αντιεμβολιαστών, πολύ πιθανόν, κάποιος να κερδοσκοπεί σε βάρος του.
Στην Κύπρο, του Βαρωσιού που χάνεται, τα όσα βιώσαμε με τα επεισόδια έξω από το συγκρότημα «ΔΙΑΣ» αποτελούν το κερασάκι στην τούρτα της παρακμής. Οι συνωμοσιολόγοι κάθε είδους αυξάνονται, αλλά οι συνωμότες της παρακμής εξακολουθούν να δρουν χωρίς καμία συνέπεια. Kαι να ταΐζουν τους πρώτους, σανό.
ioannoug@kathimerini.com.cy