Από τα πιο αποτρόπαια και ειδεχθή εγκλήματα στην κοινωνία μας είναι αυτά που σχετίζονται με τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. Τα εγκλήματα αυτά, που συνήθως είναι «αθέατα», επηρεάζουν τις αθώες ψυχές και τα σώματα των παιδιών. Στόχος όλων μας πρέπει να είναι η ολιστική προσέγγιση στην πρόληψη και καταπολέμηση των αδικημάτων αυτών, καθώς και η σωστή διαχείριση των παιδιών θυμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, η Αστυνομία Κύπρου, από το 2017, ίδρυσε ειδικό κλιμάκιο διερεύνησης των υποθέσεων αυτών, το οποίο τον Ιούλιο του 2021 αναβαθμίστηκε και εξελίχθηκε σε Κλάδο Διερεύνησης Αδικημάτων Σεξουαλικής Κακοποίησης Ανηλίκων, με έδρα του την Υποδιεύθυνση Διαχείρισης Υποθέσεων Ευάλωτων Προσώπων (ΥΔΥΕΠ), στο Αρχηγείο Αστυνομίας. Σημειώνεται ότι από το 2017 υπήρχε συνεχώς αυξητική τάση στις καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και ενώ το 2020 έγιναν 197 καταγγελίες, φέτος και μέχρι τις 18 Νοεμβρίου έχουν ήδη καταγραφεί 242 τέτοιες καταγγελίες. Το γεγονός ότι ο αριθμός των καταγγελιών αυξάνεται δεν υποδηλώνει ότι υπάρχει αύξηση στα αδικήματα αυτά, αλλά αντιθέτως υποδηλώνει ότι τα παιδιά αποκτούν φωνή, μιλούν και προχωρούν σε καταγγελίες. Η προσέγγιση και η εξασφάλιση μαρτυρίας από παιδιά θύματα δεν είναι από τις ευκολότερες του είδους της, αφού οι ανακριτές έχουν να διαχειριστούν «τραυματισμένα» παιδιά, των οποίων συνήθως οι σχέσεις τους με τους ενήλικες έχουν κλονιστεί. Είναι σε αυτό το σημείο όμως που η συν-διαχείριση με άλλες υποδομές του κράτους, και ιδιαίτερα με τους ψυχολόγους και κοινωνιολόγους του «Σπιτιού του Παιδιού», βοηθά στην καλύτερη προετοιμασία των παιδιών θυμάτων και στη λήψη καταθέσεων από εκπαιδευμένα μέλη της Αστυνομίας.
Το Συμβούλιο της Ευρώπης, με βάση τις δικές του στατιστικές αναλύσεις, έχει δηλώσει ότι ένα στα πέντε παιδιά, κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας είναι θύμα σεξουαλικής κακοποίησης ή εκμετάλλευσης. Ο αριθμός αυτός σίγουρα τρομάζει και εύκολα μπορεί να μην γίνει αποδεκτός από την κοινωνία πολιτών, αφού αναμένεται από όλους, ότι οι ενήλικες που έχουν αναλάβει την φροντίδα ενός παιδιού θα μπορούν να το προστατεύσουν και να του διασφαλίζουν τα απαιτούμενα. Είναι εδώ που χρειάζεται η «επαγρύπνηση» μέσω της εκπαίδευσης όλων μας και ιδιαίτερα των γονιών. Είναι αρκετές οι καταγγελίες που δράστης δεν είναι άλλος από πρόσωπο του στενού οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος του παιδιού. Άρα, είναι ευθύνη όλων μας να επαγρυπνούμε, να εντοπίζουμε τα σημάδια και όταν έχουμε την παραμικρή υποψία να κινητοποιούμαστε ώστε το παιδί, αν είναι θύμα σεξουαλικής κακοποίησης, να μπορεί να αποκτήσει φωνή, να ενδυναμωθεί και να εξιστορήσει στους επαγγελματίες αυτά που του έχουν συμβεί, το μαρτύριο να σταματήσει και οι δράστες να βρεθούν ενώπιον της Δικαιοσύνης.
Είναι πολλές οι φορές που βλέπουμε γονείς ή κηδεμόνες παιδιών να αγνοούν τα σημάδια της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών που φροντίζουν, ή να συγκαλύπτουν την κακοποίηση αυτή, γιατί πιστεύουν ότι το παιδί τους θα στιγματιστεί. Αυτές οι λανθασμένες νοοτροπίες και αντιλήψεις επιβάλλεται να εκλείψουν και να αντιληφθούμε όλοι μας ότι είναι χρέος μας προς τα παιδιά θύματα, να τα βοηθήσουμε να διαχειριστούν το δικό τους «μαρτύριο» με σωστές προσεγγίσεις. Αυτό που πρέπει να έχουμε κατά νου είναι ότι κανένα παιδί δεν στιγματίζεται, αλλά όταν το διαχειριστεί κατάλληλα με τη βοήθεια των ειδικών, ενδυναμώνεται και δικαιώνεται.
Για να μπορέσουν τα παιδιά να αντιληφθούν τι εστί σεξουαλική κακοποίηση θα πρέπει πρώτα να γνωρίζουν ότι ο κίνδυνος είναι ορατός και ίδιος για όλα. Η διαπαιδαγώγησή τους στο τι είναι επιτρεπτό και μη επιτρεπτό, στο να μάθουν να επικοινωνούν ορθά αυτά που τους συμβαίνουν και να αντιδρούν άμεσα, είναι προαπαιτούμενο. Η σωστή εκπαίδευση των παιδιών από νηπιακή ηλικία, καθώς και των κηδεμόνων, γονιών, αλλά και όλων των ενηλίκων που έχουν την ευθύνη παιδιών, είναι εκ των ων ουκ άνευ ώστε αυτά να προστατευθούν και να μεγαλώσουν σε ένα υγιές περιβάλλον. Η νομοθεσία που διέπει την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας, είναι ένα σπουδαίο εργαλείο στα χέρια της Αστυνομίας και όλων των επαγγελματιών που ασχολούνται με αυτό το καταδικαστέο φαινόμενο. Οι ποινές είναι ομολογουμένως αποτρεπτικές. Υπάρχουν πρόνοιες που υποχρεώνουν επαγγελματίες και μη να καταγγέλλουν τέτοια αδικήματα, αλλά είναι πολλές οι περιπτώσεις που αυτό δεν είναι αρκετό. Είτε γιατί οι κηδεμόνες των παιδιών δεν συνεργάζονται με την Αστυνομία και άλλες δομές του κράτους, είτε επειδή τα παιδιά δεν αναφέρουν ποτέ αυτό που τους έχει συμβεί. Οι λόγοι της μη αναφοράς έγκεινται στο γεγονός ότι πιστεύουν ότι έχουν ευθύνη στο τι τους έχει συμβεί, ή απειλούνται, ή πιθανόν να πιστεύουν ότι δεν θα γίνουν πιστευτά. Άρα, η εκπαίδευση όλων, η κατάρτιση των επαγγελματιών και η επαγρύπνηση, είναι κάποια από τα συστατικά που μπορούν να βοηθήσουν στην καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.
Καταγγελίες γίνονται στην Υποδιεύθυνση Διαχείρισης Υποθέσεων Ευάλωτων Προσώπων – Κλάδο ΔΑΣΚΑ στο 22808244, στον πλησιέστερο Αστυνομικό Σταθμό και στη Γραμμή Επικοινωνίας του Πολίτη στον αριθμό 1460.
Η κα Κυριακή Λαμπριανίδου είναι αστυνόμος Β΄ – εγκληματολόγος και βοηθός διευθύντρια του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος της Υποδιεύθυνσης Διαχείρισης Υποθέσεων Ευάλωτων Προσώπων.