ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Αλλαγή στο Σύστημα Παιδείας – τώρα είναι η ώρα!

Kathimerini.com.cy

info@kathimerini.com.cy

Της ΧΡΙΣΤΙΑΝΑΣ ΑΡΓΥΡΙΔΟΥ - ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Είναι γεγονός ότι η πρόσφατη εμπειρία του lockdown ανάγκασε τον πληθυσμό της Κύπρου – και όχι μόνο – να αλλάξει τις συνήθειές του. Μια από αυτές ήταν ότι οι γονείς παιδιών προσχολικής και σχολικής ηλικίας αναγκάστηκαν να εργάζονται από το σπίτι, να μαγειρεύουν, να κάνουν τις οικιακές εργασίες αλλά και να βοηθούν τα παιδιά με τα μαθήματά τους σε καθημερινή σχεδόν βάση. Από την άλλη, η «Περίοδος του Κορωνοϊού» ανέδειξε αναμφίβολα και τα θετικά του να είναι κάποιος στο σπίτι με τα παιδιά του, να τα απασχολεί και εντέλει να περνά ποιοτικό χρόνο μαζί τους, έστω με τα όποια σκαμπανεβάσματα στις διαθέσεις εκατέρωθεν λόγω της ιδιότυπης κατάστασης.

Η πρόσφατη εμπειρία ανέδειξε και κάτι άλλο. Πόσο βαθιά ριζωμένη στην κουλτούρα μας είναι η συμμετοχή του παππού και της γιαγιάς στην ανατροφή των παιδιών. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέφερε σε διάγγελμά του την απαραίτητη αποστασιοποίηση εν μέσω της πανδημίας, με ειδική αναφορά στους παππούδες και τις γιαγιάδες. Να θυμηθούμε επίσης ότι με το άνοιγμα των σχολείων η Κυβέρνηση υποστήριξε ευέλικτα ωράρια εργασίας ώστε να μπορούν οι γονείς να σχολνάνε τα παιδιά τους, αποφεύγοντας έτσι την εμπλοκή των παππούδων.

Ο ρόλος του παππού και της γιαγιάς έχει καταλήξει να είναι παρεξηγημένος στην Κύπρο και το αποτέλεσμα είναι μια κοινωνία με συγκεχυμένους ρόλους. Εκπαιδευτικοί και παιδοψυχολόγοι τονίζουν την ανάγκη οι γονείς να περνούν ποιοτικό χρόνο με τα παιδιά τους καθημερινά: Πόσο σημαντικό είναι να υπάρχει ουσιαστική σχέση μεταξύ γονέα και παιδιού. Πόσο σημαντικό είναι τα παιδιά να έχουν μια πηγή καθοδήγησης στο σπίτι. Πόσο εντέλει διαφορετικός οφείλει να είναι ο ρόλος του παππού και της γιαγιάς. Ας μην ξεχνάμε και το γεγονός πως πλέον οι άνθρωποι επιλέγουν να τεκνοποιήσουν σε μεγαλύτερες ηλικίες από ό,τι οι δικοί τους γονείς, και αυτό σε κάποιες περιπτώσεις θα αποκλείσει στα επόμενα λίγα χρόνια τη φύλαξη των παιδιών από τον παππού και τη γιαγιά λόγω ηλικίας και φυσικών αντοχών.

Στις περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατή η φύλαξη από τους παππούδες, έχουν γίνει κάποιες πρόνοιες από την Πολιτεία ώστε τα παιδιά να παραμένουν σε απογευματινή λέσχη που λειτουργεί στις εγκαταστάσεις του σχολείου ή σε Ολοήμερο Σχολείο, προαιρετικό ή υποχρεωτικό. Όταν όμως τα παιδιά σχολνάνε, ξεκινούν να καλύψουν το «χαμένο χρόνο» της φύλαξης: για παράδειγμα, ένα παιδί 5 ετών στην Προδημοτική, ξεκινά τη μέρα του στις 7 το πρωί περίπου, σχολνάει στις 3 ή 4 το απόγευμα αν μείνει σε φύλαξη και μετά ξεκινά τις υπόλοιπες εκπαιδευτικές δραστηριότητες, με αποτέλεσμα να μπαίνει σπίτι του πολύ αργά το απόγευμα. Ένα μεγαλύτερο παιδί, 5ης ή 6ης Δημοτικού που έχει αυτό το πρόγραμμα στο σχολείο, μπαίνει σπίτι του περί τις 7 το βράδυ και κατά πάσα πιθανότητα έχει να ολοκληρώσει την κατ’ οίκον εργασία, την οποία δεν πρόλαβε στο διαθέσιμο 40λεπτο τη λέσχης ή του Ολοήμερου. Γιατί να πιέζονται τόσο πολύ τα παιδιά μας; Πότε θα παίξουν, πότε θα χαλαρώσουν; Το ίδιο ισχύει, βεβαίως, για τους γονείς και τους παππούδες.

Το σχολικό μοντέλο, όπως επικρατεί εδώ και δεκαετίες, δεν καλύπτει μια βασική ανάγκη που προκύπτει λόγω της κοινωνικής εξέλιξης: το γεγονός ότι σχεδόν όλοι οι γονείς πλέον εργάζονται και, παράλληλα, επιδιώκουν να προσφέρουν πολύπλευρη μόρφωση στα παιδιά τους, η οποία αναγκαστικά γίνεται το απόγευμα, μετά το σχόλασμα. Είτε μια οικογένεια έχει φύλαξη για το μεσημέρι από οικείους είτε χρησιμοποιεί τις σχολικές υποδομές, οι γονείς, οι παππούδες και όποιος άλλος μπορεί, κάνουν κούρσες σε ιδιωτικές δραστηριότητες σχεδόν κάθε απόγευμα, ενίοτε και το Σάββατο, για να καλύψουν τις ανάγκες των παιδιών για μάθηση ξένων γλωσσών, σωματική αγωγή ή τέχνες.

Μήπως είναι καιρός να αλλάξει το σχολικό κοινωνικό μοντέλο; Θα μπορούσαν οι σχολικές μονάδες να λειτουργούν με τρόπο που να καλύπτονται οι ανάγκες πολύπλευρης μόρφωσης, χωρίς όμως να καταργείται η έννοια της ιδιωτικής εκπαιδευτικής δραστηριότητας; Κατά την άποψή μου, ναι. Το σχολείο μπορεί να στηρίξει ολόπλευρα τις οικογένειες με παιδιά και να στεγάσει τις υπηρεσίες που οι γονείς αναζητούν σε ιδιωτικά φροντιστήρια. Με ένα καινούριο Σύστημα Παιδείας, κατά το παράδειγμα του Γενικού Συστήματος Υγείας (ΓεΣΥ), το οποίο ήταν άκρως απαραίτητο για το κοινωνικό σύνολο, πήρε δεκαετίες να υλοποιηθεί αλλά βλέπουμε όλοι ότι έχει αρχίσει να επιτυγχάνει το στόχο του. Με την ίδια φιλοσοφία που συμβάλλονται ιδιώτες γιατροί και ιδιωτικά νοσηλευτήρια με τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας, θα μπορούσαν ιδιωτικά φροντιστήρια να συμβληθούν με ένα κεντρικό φορέα για την εκπαίδευση, ο οποίος θα εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για το πρόγραμμα και την ύλη των μαθημάτων. Η ειδοποιός διαφορά με την Υγεία είναι ότι οι πάροχοι εκπαίδευσης θα προσφέρουν υπηρεσίες από τις υφιστάμενες σχολικές υποδομές, οι οποίες θα πρέπει βεβαίως να βελτιωθούν και να αναβαθμιστούν. Η εμπειρία του ΓεΣΥ απέδειξε ότι χρειάζεται πολύς προγραμματισμός, καθαρό πλάνο και ξεκάθαρη στοχοθεσία για να πετύχει το εγχείρημα, αξίζει όμως τον κόπο.

Με αυτό το μοντέλο επιτυγχάνεται κοινωνική συνοχή και ισότητα. Όλα τα παιδιά θα μπορούν να λαμβάνουν αυτές τις υπηρεσίες, ανεξαρτήτως κοινωνικοοικονομικής κατάστασης. Οι γονείς θα πληρώνουν κάποιο μέρος του κόστους υπό τη μορφή φορολογίας στο Κράτος, ανάλογα με το μισθό τους αλλά, παράλληλα, θα υπάρξουν άλλες εξοικονομήσεις στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Ο ανταγωνισμός θα εξακολουθεί να λειτουργεί ώστε να βελτιώνεται η παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Ο κόσμος γενικότερα θα χαλαρώσει τους καθημερινούς του ρυθμούς εφόσον η σχολική μέρα θα τελειώνει νωρίς το απόγευμα, χωρίς κατ’ οίκον εργασία και με ελεύθερο χρόνο για να αξιοποιηθεί διαφορετικά. Ακόμη και οι επισκέψεις στον παππού και τη γιαγιά θα αποκτήσουν άλλη σημασία.

Η εμπειρία της πρόσφατης υγειονομικής κρίσης δίνει την ευκαιρία στην κυπριακή Πολιτεία να κάνει βήματα μπροστά με αλλαγές που επηρεάζουν θετικά το ευρύ κοινωνικό σύνολο. Στο πλαίσιο αυτό, είναι απαραίτητη μια εκπαιδευτική υποδομή που να καλύπτει τις ανάγκες της σύγχρονης οικογένειας. Τώρα είναι η ώρα η Πολιτεία να θέσει ένα νέο όραμα για την εκπαίδευση και συνάμα την κυπριακή κοινωνία: ένα Σχολείο συμβατό με τις απαιτήσεις της κοινωνίας μας στις επόμενες δεκαετίες.

Η κα Χριστιάνα Αργυρίδου – Δημητρίου είναι οικονομολόγος

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.com.cy

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση