ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η σιωπή δεν είναι πάντοτε χρυσός...

Δεν είναι μόνο η γλώσσα που, αν και δεν έχει κόκαλα, σπάει κόκαλα. Το ίδιο συμβαίνει και με τη σιωπή. Όποιος έχει στο περιβάλλον του παθητικό-επιθετικό πρόσωπο ξέρει από πρώτο χέρι πως η σιωπή σπάει κόκαλα. Ας αφήσουμε ένα παράδειγμα να μας μιλήσει για το πώς «μιλά» η σιωπή.

Το ζευγάρι που κάθεται απέναντι μου, γύρω στα πενήντα και οι δυο, όσο και να μην συμφωνούν σε πολλά, σε ένα είναι σύμφωνοι. Και αυτό έχει να κάνει με τον τρόπο που επικοινωνούν τις διαφωνίες τους.

Όταν κάνω κάτι που δεν της αρέσει ή θέλει να κάνω κάτι και δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτό, σταματά να μου μιλά. Και η σιωπή μπορεί να διαρκέσει ώρες, μέρες ή βδομάδες. Το ρεκόρ μας είναι σαράντα μέρες.

Εμένα δεν μου αρέσει να φωνάζω.

Νιώθω να με τιμωρεί με την σιωπή της.

Δεν υπάρχει κάτι μεταξύ φωνών, που τείνουν να επιβληθούν στον άλλο και της τιμωρητικής σιωπής;

Μα γενικά δεν είμαι άνθρωπος που φωνάζει. Άρχισα να φωνάζω γιατί δεν άντεχα την σιωπή της. Ύψωσα τον τόνο της φωνής μου με την ελπίδα ότι ίσως θελήσει να μου πει τι την ενόχλησε ή τι θα ήθελε από εμένα που δεν το κατάλαβα.

Ζούμε μαζί, γίνεται να μην με καταλαβαίνει και πρέπει να του πω τι με ενοχλεί ή τι θέλω;

Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι η αγάπη από μόνη της είναι ικανή για να γίνουμε κατανοητοί χωρίς να εκφράσουμε λεκτικά το θέλω μας.

Ζώντας με κάποιον, είναι αλήθεια, συχνά επικοινωνούμε την δυσφορία ή τα θέλω μας μη λεκτικά. Αυτό όμως δεν είναι κανόνας.

Εκεί και όπου διαπιστώνουμε ότι το μη λεκτικό μήνυμα δεν περνά, η επιλογή της σιωπής δεν είναι και ο πιο ενδεδειγμένος δρόμος για να ακολουθήσουμε. Μάλιστα πιστεύω ότι όχι μόνο επιβάλλεται να λεκτικοποιήσουμε το τι αισθανόμαστε, αλλά, να το εκφράσουμε και στον βαθμό και στην ένταση που το αισθανόμαστε και με ανατροφοδότηση να διαπιστώσουμε ότι ο άλλος έγινε κοινωνός σε αυτό που αισθανόμαστε. Ο φόβος πιθανής διαφωνίας και η συνακόλουθη σιωπή, δεν εμβαθύνει την κατανόηση των δυο συμβαλλομένων μερών και δεν διευκολύνει την σχέση. Ας επιστρέψουμε στο ζευγάρι μας.

Δηλαδή πιστεύεις ότι το κάνει εσκεμμένα;

Δεν ξέρω.

Πρώτη φορά νιώθεις ότι δεν γίνεσαι κατανοητή;

Αυτό ένιωθα και με τους γονείς μου.

Εκεί έμαθες να μην μιλάς;

Μα αφού κανείς δεν με άκουγε, κανείς δεν με καταλάβαινε. Έτσι σιωπούσα...! Οι γονείς μου φώναζαν και εγώ σιωπούσα.

Πόσες φορές να της πω ότι εγώ δεν είμαι ούτε ο πατέρας της, ούτε η μάνα της. Τα ίδια κάνει και με τα παιδιά μας.

Εδώ υπεισέρχονται πρωτογενή τραύματα που συχνά διαφεύγουν του συνειδητού ή γίνονται μόνο νοητικά κατανοητά. Η νοητική κατανόηση κάποιας δυσκολίας, κάποιου προβλήματος, κάποιου τραύματος, ως ένα βαθμό μόνο, μπορεί να μας βοηθήσει. Πολύ συχνά, εκεί και όπου νοητικά κατανοούμε κάτι, την ώρα που θέλουμε να ακολουθήσουμε τον δρόμο της… λογικής, πετιέται το συναίσθημα και η «λογική» περνά στα αζήτητα. Η ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει στο να αλλάξουν τα εδραιωμένα πρότυπα.

Όσο και να είναι χιλιοειπωμένο, θα αναφέρω και πάλι ότι για τα τραύματα μας δεν έχουμε καμία ευθύνη. Έχουμε όμως ευθύνη να τα αποδεχτούμε και να αναλάβουμε την προσπάθεια για την θεραπεία τους. Κάποτε ως παιδιά μας έπνιγαν και τα θέλω και την φωνή μας. Τώρα…; Όντως το παρελθόν ποτέ δεν είναι… παρελθόν.

Το επικοινωνιακό πρότυπο αυτού του ζευγαριού, όσο και να φαίνεται, δεν είναι ακραίο. Παρατηρείται, ίσως όχι στον ίδιο βαθμό, σε πολλές σχέσεις. Συντροφικές, φιλικές, γονιών με παιδιά αλλά, και επαγγελματικές. Όπου ο λόγος και η σιωπή, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο παίρνουν ανταγωνιστική μορφή, το κόστος είναι μεγάλο. Οι σχέσεις φθείρονται. Γίνονται ενεργοβόρες. Και αντί να πολλαπλασιάζουν την ενέργεια που τους καταβάλλουμε και να μας την επιστρέφουν στο πολλαπλάσιο όντως μας πίνουν το αίμα.

Το σώμα πληρώνει το κόστος. Σε αυτό, στο σώμα, ανήκει και ο τελευταίος… λόγος. Σωματικά συμπτώματα και ασθένειες θα κάνουν μια ύστατη προσπάθεια να μας υποδείξουν ότι πήραμε λάθος δρόμο.

Σε άλλες περιπτώσεις, η σιωπή του ενός, συγκρούεται με την σιωπή του άλλου. Η ενέργεια της σχέσης και εδώ φθίνει. Τελικός αποδέκτης πάλι το σώμα. Σε αυτή την ενεργοβόρα διελκυστίνδα χάνουν όλοι.

Συνεπώς υπάρχει η ώρα της σιωπής και η ώρα του λόγου! Και μεταξύ των δυο η αγία και ιερή διάκριση! Να ξέρω δηλαδή πότε να μιλήσω και πότε να σιωπήσω. Η σιωπή είναι πολυσήμαντη, είναι λόγος άναρθρος! Σιωπώ για να ακούσω καλύτερα. Δίνω χρόνο και χώρο στο συνομιλητή μου για να αναπτύξει καλύτερα τις σκέψεις του, τα αιτήματα του, τα συναισθήματα του και οτιδήποτε αισθάνεται ότι του είναι απαραίτητο για να νιώσει καλύτερα και να γίνει πιο κατανοητός. Σιωπώ γιατί ακούω με μεγάλη προσοχή και ενδιαφέρον. Σιωπώ και η σιωπή μου, με μη λεκτικά μηνύματα, ενθαρρύνει τον συνομιλητή μου να συνεχίσει. Η σιωπή όμως μπορεί να είναι και απαξίωση.

Το δίλημμα, λοιπόν, δεν είναι μόνο, να πω ή να μην πω κάτι αλλά πώς να το πω. Και όταν αποφασίσω να το πω, να το εκφράσω στην ένταση του θέλω μου, αλλιώς, δεν θα ... ακουστώ και θα έχω θυμό έναντι του άλλου. Και εδώ, η ένταση, δεν μεταφράζεται σε δυνατή φωνή, είναι έκφραση του πόσο ισχυρό είναι το θέλω μου.

Λόγος που δεν εκφέρεται παίρνει την ανάποδη πορεία, καταπίνεται, γίνεται κόμπος στο λαιμό και μας πνίγει. Γίνεται βάρος στο στομάχι και πάγωμα στα έντερα! Η καρδιά φοβάται, παγώνει και συρρικνώνεται…!

Δρ Βασίλης Χριστοδούλου

Κλινικός Ψυχολόγος-Σωματικός Ψυχοθεραπευτής

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση

X