ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Λιγότερος ύπνος μετά την πρώτη γέννα

Έρευνα δείχνει ότι αυτή η διαταραχή του ύπνου φθάνει στο αποκορύφωμά της τους πρώτους τρεις μήνες μετά τη γέννα

ΚΥΠΕ

Είναι γνωστό ότι οι περισσότεροι γονείς –ιδίως οι μαμάδες– χάνουν λιγότερο ή περισσότερο τον ύπνο τους μετά τη γέννηση ενός παιδιού, κυρίως του πρώτου. Μια νέα βρετανογερμανική επιστημονική έρευνα δείχνει ότι αυτή η διαταραχή του ύπνου φθάνει στο αποκορύφωμά της τους πρώτους τρεις μήνες μετά τη γέννα, αλλά μπορεί να διαρκέσει έως και έξι χρόνια.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Σακάρι Λέμολα του Τμήματος Ψυχολογίας του βρετανικού Πανεπιστημίου του Γουόρικ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα ύπνου Sleep, μελέτησαν τις συνήθειες ύπνου 4.659 νέων γονιών, οι οποίοι κλήθηκαν να βαθμολογήσουν από μηδέν έως δέκα τη διάρκεια και την ποιότητα του ύπνου τους πριν και μετά τη γέννηση του παιδιού (πρώτο, δεύτερο ή τρίτο). Διαπιστώθηκε ότι, κατά μέσον όρο, το πρώτο τρίμηνο μετά τη γέννηση του μωρού οι μητέρες κοιμούνται μία ώρα λιγότερο από ό,τι πριν αποκτήσουν παιδί, ενώ οι πατεράδες 15 λεπτά λιγότερο. Μέσα στο πρώτο έτος, η απώλεια του ύπνου για μια γυναίκα είναι περίπου 40 λεπτά κάθε βράδυ. Εξι χρόνια αργότερα, οι μαμάδες κοιμούνται 20 λεπτά λιγότερο, ενώ οι μπαμπάδες συνεχίζουν να κοιμούνται 15 λεπτά λιγότερο, με άλλα λόγια η κατάσταση έχει βελτιωθεί για τις γυναίκες, αλλά και οι δύο γονείς δεν έχουν επανέλθει στα επίπεδα ύπνου προτού κάνουν παιδί.

Γενετικό υπόβαθρο

Στο μεταξύ, δύο διεθνείς επιστημονικές ομάδες, του Πανεπιστημίου του Αμστερνταμ και του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης στη Βοστώνη, ανακοίνωσαν ότι έκαναν σημαντικά βήματα προόδου για να κατανοηθεί το γενετικό και γενικότερα το βιολογικό υπόβαθρο της αϋπνίας, το οποίο έως σήμερα δεν είναι σαφές. Μεταξύ άλλων, αποκαλύπτεται ότι ορισμένοι γενετικοί παράγοντες κινδύνου είναι κοινοί για την αϋπνία και την κατάθλιψη, αλλά και για την καρδιαγγειακή νόσο. Πολλοί άνθρωποι (περίπου το 30% ή σχεδόν ο ένας στους τρεις) περιστασιακά δεν κοιμούνται καλά, αλλά το 10% έως 20% και τουλάχιστον ο ένας στους τρεις ηλικιωμένους έχει χρόνιο πρόβλημα κακού ή ελλιπούς ύπνου, με αποτέλεσμα να μη νιώθει καλά την επόμενη μέρα. Σε περίπου 770 εκατομμύρια υπολογίζονται οι άνθρωποι στη Γη με χρόνια αϋπνία. Ως τέτοια ορίζεται η δυσκολία να αποκοιμηθεί κανείς ή να παραμείνει αρκετή ώρα κοιμισμένος τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα για περίπου τρεις συνεχόμενους μήνες. Η αϋπνία σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για κατάθλιψη, άγχος, καρδιαγγειακές, μεταβολικές και άλλες νευροψυχικές διαταραχές. Οι υπάρχουσες φαρμακευτικές θεραπείες απλώς ανακουφίζουν τα συμπτώματα, η αποτελεσματικότητά τους διαφέρει από άτομο σε άτομο, ενώ συχνά προκαλούν εθισμό και έχουν παρενέργειες.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΚΥΠΕ

Υγεία: Τελευταία Ενημέρωση