

Του Ανδρέα Ανδρέου
Θυμάμαι κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η βαρυχειμωνιά στη Νέα Υόρκη ανάγκασε τις Αρχές να κλείσουν τα αεροδρόμια τόσο για inbound όσο και για outbound πτήσεις. Δεν πετούσε κυριολεκτικά, κουνούπι. Εκείνο που έκανε εντύπωση σε κάποιους σαν κι εμάς – ας πούμε – στο Λονδίνο, ήταν το γεγονός πως τα ταξιδιωτικά γραφεία αμέσως αναθεώρησαν τα πακέτα τους και διαφήμιζαν εισιτήρια προς Νέα Υόρκη για το «ευτελές» ποσό των £29,99 στερλινών, εκεί που κανονικά το κόστος υπό ομαλές συνθήκες ξεπερνούσε πολλές φορές τις £350 στερλίνες!
Τι ήταν το κόλπο;
Αν μπορεί κάποιος να το ονομάσει «κόλπο», αυτό ήταν το γεγονός πως το ποσό που πλήρωνες για αγορά εισιτηρίου ήταν μη επιστρεπτέο και αφορούσε συγκεκριμένες ημερομηνίες. Οπότε ρίσκαρες. Ρίσκαρες να έχεις ένα εισιτήριο για να ταξιδέψεις ας πούμε αύριο στη Νέα Υόρκη και η πτήση να μην πραγματοποιηθεί ποτέ και οι εταιρείες κέρδιζαν αυτά τα λεφτά χωρίς να έχουν υποχρέωση να πραγματοποιήσουν πτήσεις. Αν όμως άνοιγαν τα αεροδρόμια, τότε κέρδιζες εσύ με το να ταξιδέψεις σχεδόν δωρεάν και έχαναν οι εταιρείες! Φυσικά για να βγουν αυτά τα πακέτα, οι εταιρείες βασίζονταν σε σοβαρές προβλέψεις του καιρού και στην ασύμμετρη πληροφόρηση που επικρατούσε υπέρ τους, επειδή τότε δεν είχε εφαρμογές στο κινητό για να το ψάχνει ο κάθε ένας και να είναι γνώστης. Άρα οι εταιρείες μάλλον πόνταραν εκ του ασφαλούς.
Συνεπώς, το δώρο ήταν πιθανότατα άδωρον μιας και πήγαινες καρφωτός να έχανες £29,99 στερλίνες. Σήμερα εδώ στην Κύπρο ζούμε ένα άλλο φαινόμενο που δεν έχει καμία σχέση εκ πρώτης όψεως με τα πιο πάνω, αλλά νομίζω κάπου μεταξύ των γραμμών θα δείτε μια λεπτεπίλεπτη σχέση να φιγουράρει.
Διαβάζουμε πως τα επιτόκια είναι στο χαμηλότερό τους επίπεδο στην οικονομική μας ιστορία και αυτό είναι 100% αληθές. Έχουμε λοιπόν από τη μια αυτό και από τη άλλη τις τράπεζες να διαθέτουν τεράστια ρευστότητα την οποία δεν μπορούν να διαχειριστούν (εγώ δεν χρησιμοποιώ τον βολικό πλην αδόκιμο όρο «διοχετεύσουν»). Και επειδή η κύρια τους επιχειρηματική δραστηριότητα ήταν ή έπρεπε να είναι το να πουλούν χρήμα (δηλαδή να χορηγούν δάνεια), ελλείψει αυτού άρχισαν από τη μια να απολύουν προσωπικό και από την άλλη να αυξάνουν τις χρεώσεις τους προς εμάς ακόμη και όταν περνάμε μπροστά από το υποκατάστημα τους – πόσο μάλλον δε για να τους πούμε και καλημέρα.
Σε μια χώρα όπως η δική μας όπου σχεδόν εφαρμόσαμε με απόλυτη επιτυχία τους χιαστί δανεισμούς και εγγυήσεις σε ένα n- dimensional matrix που περιλαμβάνει δάνεια, δανειζόμενους, εγγυητές, δανειστές, κινητά και ακίνητα, σήμερα με τους τόσους εποπτικούς περιορισμούς και το track- record μας, μόνο ένα απειροελάχιστο ποσοστό μπορεί να δανειστεί για να αγοράσει το οτιδήποτε.
Τα ελκυστικότατα χαμηλά επιτόκια και η υπερμεγέθης ρευστότητα είναι δηλαδή δώρα – άδωρα. Το αεροδρόμιο των χρηματοδοτήσεων είναι κλειστό άσχετα αν το παράβολο του να δανειστείς είναι τόσο χαμηλό. Εσύ μπορείς να ρισκάρεις και να αιτηθείς δάνειο με 2% επιτόκιο να αγοράσεις το σπίτι των ονείρων σου ή δάνειο με 3,5% για να αναπτύξεις την επιχείρηση σου. Αν είσαι τυχερός και σου κάτσει, τότε σε βάθος χρόνου θα κερδίσεις ∙ αν σου πουν «σόρρυ αλλά δεν πληροίς τα κριτήρια …», τότε παίζεις τζόκερ … μπορεί να σου κάτσει αυτός και στο μεταξύ χάνει η τράπεζα.
Το «multi- billion Euro question» είναι με ποιον τρόπο μπορούμε να μπούμε σε ένα ρυθμό χρηματοπιστωτικής κανονικότητας. Η προσπάθεια των τραπεζών να λύνουν ένα – ένα τα προβλήματα τους την κάθε φορά μέχρι να σκεφτούν το επόμενο, ίσως απαιτεί 89 χρόνια για να καθαρίσει το τραπέζι. Και πιστέψτε με, δεν υπάρχει αυτή η πολυτέλεια χρόνου επειδή πολύ απλά θα πάψουν να υπάρχουν από πολύ νωρίτερα.
Η λύση πάντα ήταν μπροστά στα μάτια όλων μας. Πρέπει να βρεθεί ο τρόπος να γίνεται σωστή διαχείριση της ρευστότητας με τρόπο που να είναι επωφελής στην ανάπτυξη της οικονομίας. Εκεί πρέπει να εστιάσει όλη η φαιά ουσία και όλος ο πλούτος της (σωστής) γνώσης. Και σύντομα…