
Του Σταύρου Χριστοδούλου
Την τελευταία Κυριακή του περασμένου Οκτώβρη, στο άρθρο μου με τίτλο «Φειδίας: Κλόουν ή Παίχτης;», έγραφα μεταξύ άλλων: «Σε αυτή τη φάση είναι πρόωρη οποιαδήποτε εκτίμηση, θα πρέπει να περιμένουμε τις σοβαρές δημοσκοπήσεις για να καταλάβουμε σε ποιο νούμερο θα κάτσει η μπίλια». Ήρθαν λοιπόν οι σοβαρές δημοσκοπήσεις και το νέο κομματικό τοπίο άρχισε να αχνοφαίνεται στον ορίζοντα. Η Άμεση Δημοκρατία καταγράφει ποσοστό πολύ κοντά στο ΑΛΜΑ του Οδυσσέα Μιχαηλίδη, με διάχυτη όμως την εντύπωση ανάμεσα σε δημοσκόπους και αναλυτές ότι η «μπίλια» δεν θα παραμείνει στο 8%, αλλά υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να φτάσει σε διψήφιο νούμερο.
Ένας τρόπος για να «διαβάσει» κανείς αυτή τη νέα πολιτική πραγματικότητα είναι ν’ ακολουθήσει τη λογική των αριθμών. Χρήσιμη μέθοδος, δεν λέω, πλην όμως επισφαλής καθώς οι αριθμοί στις δημοσκοπήσεις μπορεί να μη λένε ψέματα αλλά φωτογραφίζουν τη στιγμή. Αντί λοιπόν να αναλωνόμαστε στα εκλογικά μαθηματικά (κέρδη και ζημιές παραδοσιακών και νεοεισερχόμενων κομμάτων) θεωρώ πιο χρήσιμο εάν επιχειρήσουμε να αναλύσουμε αυτό που συμβαίνει ανάποδα: να ξεκινήσουμε δηλαδή από τη μετάλλαξη της κοινωνίας, η οποία μοιραία οδηγεί στην αλλαγή του κομματικού τοπίου. Με άλλα λόγια, να απαντήσουμε στο ερώτημα εάν φταίνε τα παραδοσιακά κόμματα που δεν πείθουν ή η κοινωνία που είναι έτοιμη να πεισθεί από ένα θίασο γραφικών, λαϊκιστών και κάθε λογής απίθανων τύπων που μπαίνουν στην πολιτική αρένα με όχημα τα social media.
Για τα παραδοσιακά κόμματα τα έχουμε πει τόσες πολλές φορές που καταντήσαμε κουραστικοί. Ναι, φταίνε, καθώς ανακυκλώνουν ένα μοντέλο πολιτικής φτιαγμένο με παλιά υλικά (ρουσφετοκρατία και άλλες παιδικές ασθένειες του κράτους του 1960). Την ίδια ώρα όμως που τους χρεώνουμε ανεπάρκειες, ελλείψεις και λάθη του παρελθόντος, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι το τσουβάλιασμα («όλοι είναι ίδιοι») αποτελεί την πιο συνηθισμένη έκφραση εκφασισμού της πολιτικής. Σε αυτό πατάνε οι κήρυκες της λεγόμενης αντισυστημικής ψήφου – από το ακροδεξιό ΕΛΑΜ μέχρι την Άμεση Δημοκρατία. Αξιοποιώντας τις ανεπάρκειες του συστήματος έπεισαν ένα κοινό, από καιρό έτοιμο να πεισθεί, ότι η λύση για το μέλλον του τόπου είναι να ρίξει μαύρο σε αυτούς που δοκιμάστηκαν και απέτυχαν. Ως εδώ υπάρχει μια λογική που αξίζει να την παρακολουθήσουμε. Μια κοινωνία που με κίνητρο τον θυμό ή την απαξίωση ή τη χλεύη αποφασίζει να τιμωρήσει τα παραδοσιακά κόμματα. Κάνοντας άλλες επιλογές, προσώπων όπως ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης για παράδειγμα, οι οποίοι ως σύγχρονοι Ρομπέν υπόσχονται πόλεμο κατά της διαφθοράς, αξιοκρατία και διάφορα άλλα εξίσου εύηχα. Αυτό που ζούμε, όμως, αυτό που συμβαίνει δηλαδή εκεί έξω, δεν περιορίζεται σε τέτοιου τύπου εκλογικές συμπεριφορές. Η κυπριακή κοινωνία άνοιξε τόσο πολύ τη βεντάλια της αντισυστημικής ψήφου που περιέλαβε κάθε καρυδιάς καρύδι.
Οπότε επαναφέρω το δύσκολο ερώτημα: πρόκειται για πρόβλημα των κομμάτων ή της κοινωνίας; Φταίει δηλαδή το ΑΚΕΛ επειδή δεν μπορεί να κεφαλαιοποιήσει την κυβερνητική φθορά ή ο ΔΗΣΥ επειδή φθείρεται από τα βαρίδια της προηγούμενης διακυβέρνησης; Ή μήπως φταίει το γεγονός ότι η κυπριακή κοινωνία έχει υποστεί μια βαθιά μετάλλαξη ώστε να ρέπει προς τον λαϊκισμό και τη συντήρηση; Το φαινόμενο γνωρίζουμε ότι δεν είναι κυπριακό (η ακροδεξιά και οι λαϊκιστές προελαύνουν διεθνώς) αλλά σε εμάς εμφανίζει ακραία χαρακτηριστικά. Αυτό που συμβαίνει π.χ. με την Άμεση Δημοκρατία –μια παρέλαση γραφικών εν δυνάμει υποψηφίων– είναι φοβητσιάρικο. Αναρωτιέμαι αν συνειδητοποιούν όσοι δηλώνουν ότι θα τους ψηφίσουν πως αυτοί οι άνθρωποι, που δεν ξέρουν την τύφλα τους, εάν εκλεγούν θα νομοθετούν. Θα αποφασίζουν δηλαδή για τις ζωές μας. Το είχε πει ο Ουμπέρτο Έκο και να που δικαιώνεται: «Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έδωσαν το δικαίωμα να μιλάνε σε λεγεώνες ηλιθίων που άλλοτε δεν μίλαγαν παρά μόνο σε μπαρ, αφού είχαν πιει κανένα ποτήρι κρασί, χωρίς να βλάπτουν την κοινότητα. Τους αναγκάζαμε αμέσως να σωπάσουν, αλλά σήμερα έχουν το ίδιο δικαίωμα λόγου με ένα βραβείο Νόμπελ. Είναι η εισβολή των ηλιθίων».
*Ο κ. Σταύρος Χριστοδούλου είναι σύμβουλος Επικοινωνίας.