ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Μια τόσο κοντινή απουσία

Το καλοκαίρι επισκέφθηκα την Τιφλίδα κι ανάμεσα στα πολλά ενδιαφέροντα που είδα ήταν και η προσπάθεια των Γεωργιανών να διαγράψουν κάθε ίχνος του σοβιετικού τους παρελθόντος.

Του Σταύρου Χριστοδούλου

Του Σταύρου Χριστοδούλου

stavros.christodoulou@gmail.com

Το καλοκαίρι επισκέφθηκα την Τιφλίδα κι ανάμεσα στα πολλά ενδιαφέροντα που είδα ήταν και η προσπάθεια των Γεωργιανών να διαγράψουν κάθε ίχνος του σοβιετικού τους παρελθόντος. Όσο και να προσπαθήσει κανείς, δύσκολα θα εντοπίσει κάποια πινακίδα στα ρωσικά ή πολύ περισσότερο κάποιο σύμβολο της πάλαι ποτέ σοσιαλιστικής παντοκρατορίας. Ελάτε όμως που η μνήμη δεν ξεριζώνεται τελικά τόσο εύκολα. Όλο και κάπου εμφιλοχωρούν τα ξέφτια του παρελθόντος.

Μου έλεγαν για παράδειγμα μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, με πρωταγωνιστή τον διαβόητο Λαβρέντι Μπέρια, Γεωργιανό πολιτικό που ηγήθηκε των μυστικών υπηρεσιών επί Στάλιν. Στην προσπάθειά του να σβήσει το μπουρζουά παρελθόν της πόλης, επίταξε ένα νεκροταφείο όπου ήταν θαμμένοι πολλοί επιφανείς Γεωργιανοί της προ σοβιετικής περιόδου για να το μετατρέψει σε πάρκο. Έδωσε μια προθεσμία ώστε να ξεθάψουν οι συγγενείς τους νεκρούς τους κι ύστερα διέταξε να χρησιμοποιηθούν οι μαρμάρινες πλάκες σε έργα που ανεγείρονταν τότε στην Τιφλίδα. Ακόμα και τώρα, μπορεί να διακρίνει κανείς τα ονόματα των νεκρών στα πιο απίστευτα σημεία, σαν να πρόκειται για υποσημειώσεις της Ιστορίας. Δεν είναι εύκολο λοιπόν να διαγράψει κανείς τη μνήμη, αν και ο χρόνος αποδεικνύεται συνήθως αμείλικτος.

Τα σκεφτόμουνα όλα αυτά την περασμένη Κυριακή καθώς περπατούσαμε με ένα φίλο στην περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου. Είμαι θιασώτης της οικονομίας του λόγου, όμως σε αυτή την περίπτωση δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη λέξη για να περιγράψει την εμπειρία από το «συγκλονιστική». Ό,τι και να διάβασα, όσες φωτογραφίες και να είδα, το αίσθημα δύσκολα περιγράφεται. Είναι σαν να μεταφέρεσαι σε άλλη διάσταση, ανάμεσα στα ερείπια ενός παρελθόντος που λεηλατήθηκε από τους ανέμους της Ιστορίας. Δεν είμαι Βαρωσιώτης γι’ αυτό ίσως το συναίσθημα που κυριάρχησε μέσα μου ήταν περισσότερο το σοκ παρά η λύπη. Τα κτίρια μοιάζουν με κουφάρια. Ξεκοιλιασμένα και ερειπωμένα στο έλεος του αδηφάγου χρόνου. Έφυγαν οι καραβιές μετά τον πόλεμο για τα παράλια της Τουρκίας, αφήνοντας πίσω τους έναν ερειπιώνα. Αλλά, ακόμα κι έτσι, σχεδόν μισό αιώνα μετά από εκείνο το καλοκαίρι, δεν σβήστηκαν εντελώς οι πατημασιές των ανθρώπων. Η ψυχή της πόλης κρεμιέται από ξεχαρβαλωμένα παράθυρα, φθαρμένα αγκωνάρια και σπασμένες ταμπέλες που αναγράφουν ελληνικά ονόματα.

Ονόματα αναγνωρίσιμα. Ονόματα που αντιστοιχούν σε επιχειρήσεις που φύτρωσαν ξανά μέσα από τις στάχτες του 1974. Συνηθίσαμε να γκρινιάζουμε πια με κάθε ευκαιρία γι’ αυτό σπάνια θυμόμαστε τη θαυμαστή ιστορία των επιχειρηματιών που παρέμειναν στη χώρα παρά την τρομακτική καταστροφή. Έμειναν και επένδυσαν και δούλεψαν και πρόκοψαν. Αυτοί πέτυχαν το κυπριακό οικονομικό θαύμα της δεκαετίας του ’80. Κοιτώντας τα ονόματά τους να ισορροπούν πάνω από τον γκρεμό της λήθης, σκεφτόμουν πως αξίζει κάθε σεβασμός σ’ όλους αυτούς που ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους. Ήταν μαχητές και κατάφεραν να επιβιώσουν, παρά το άχθος αυτής της τόσο κοντινής απουσίας. Το κατεστραμμένο κέλυφος μιας πόλης δηλαδή, που μαραζώνει επί 47 συναπτά έτη.

Πού στράβωσε το πράγμα αλήθεια; Πώς κατεβήκαμε τα σκαλιά, από το βάθρο του πατριωτισμού στα υπόγεια με τα ξεπουλήματα σε τιμές ευκαιρίας; Το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου ήταν νομίζω το σημείο στροφής κι έπειτα πιάσαμε την κατηφόρα. Δεν φτάνει ένας λαός τόσο εύκολα στον πάτο του εμπορίου των χρυσών διαβατηρίων. Για να συμβεί αυτό πρέπει να προηγηθεί η κάμψη των ηθικών αντιστάσεων.

Αλλά να που φτάσαμε πολύ κοντά στο τέλοςτης κατηφόρας η οποία, διόλου τυχαία, γειτνιάζει με το οριστικό αδιέξοδο του Κυπριακού. Με έναν ηθικά απαξιωμένο πρόεδρο, ο οποίος αύριο συναντιέται με τον πιο σκληρό Τουρκοκύπριο ηγέτη που είχαμε ποτέ απέναντί μας. Δεν γνωρίζω τι θα βγει από την αυριανή συνάντηση στη Νέα Υόρκη αλλά βάσιμα υποθέτω πως το αποτέλεσμα θα είναι ένα εκκωφαντικό τίποτα. Και τι να κάνουμε αφού οι Τούρκοι είναι αδιάλλακτοι; εύλογα ερωτούν κάποιοι. Να επιμένουμε. Και να μην εκχωρούμε την ελπίδα για λύση σε πείσμα των δυσοίωνων καιρών. Το χρωστάμε σ’ όλους αυτούς που περιδιαβαίνουν την περίκλειστη πόλη των Βαρωσίων περιτριγυρισμένοι από αναμνήσεις και φαντάσματα.Όμως για πόσο καιρό ακόμα άραγε;

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Σταύρου Χριστοδούλου

Σταύρος Χριστοδούλου: Τελευταία Ενημέρωση