
Γίνεται πολύς ντόρος τελευταίως σχετικά με την αγορά ακινήτων από υπηκόους τρίτων χωρών. Είναι γεγονός ότι υπάρχει ζήτηση από ξένους αγοραστές, οι οποίοι κυρίως αναζητούν ακίνητα πολυτελείας στις παραλιακές πόλεις. Είναι συνήθως αυτοί που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερα, που αφήνουν μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους, και ως εκ τούτου δίνουν ώθηση στον κλάδο των κατασκευών και της ανάπτυξης γης. Αυτό αυξάνει την παραγωγή, διευρύνει το ΑΕΠ και κινεί την οικονομία. Ως εδώ όλα καλά.
Και θα ήταν όλα καλά, αν όλα τα πιο πάνω δεν αφορούσαν ένα ευαίσθητο ζήτημα, που αφορά την απόκτηση στέγης. Όταν η εξωτερική ζήτηση για ένα ακίνητο έρχεται από άτομο με προϋπολογισμό διαφορετικών δεδομένων και με μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη από ό,τι ο μέσος πολίτης που ζει και εργάζεται στην Κύπρο, είναι λογικό ότι το ακίνητο θα καταλήξει στον πρώτο. Αυτό αυξάνει τις τιμές των οικιστικών μονάδων και την ίδια ώρα συμπαρασύρει αυξητικά τα ενοίκια.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η κυπριακή αγορά ακινήτων βιώνει απρόσμενη ζήτηση από πολίτες άλλων χωρών που δεν έχουν εδώ τη συνήθη διαμονή τους. Αντιθέτως, τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες είδαμε κατά καιρούς μικρά ή μεγάλα κύματα Λιβανέζων, Σύρων, Ρώσων, Ουκρανών, Ισραηλινών και φυσικά Βρετανών να αποκτούν ακίνητα στη χώρα μας. Όποτε υπήρχε κάποια πολεμική σύρραξη στην ευρύτερη περιοχή η Κύπρος γινόταν καταφύγιο κεφαλαίων και ανθρώπων, για όσους βεβαίως μπορούσαν και είχαν τη δυνατότητα να βγάλουν χρήματα εκτός της χώρας τους και να στείλουν τις οικογένειές τους σε ένα ασφαλές μέρος. Φυσικά την Κύπρο επιλέγουν πολλοί και για φορολογικούς σκοπούς, σε συνδυασμό με την πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά λόγω Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα πρώτα χρόνια αυτών των ροών, όπως στις δεκαετίες ’80 και ’90 οι παραλιακές μας πόλεις ήταν λιγότερο ανεπτυγμένες και υπήρχαν μεγαλύτερες ευκαιρίες για νέες κατασκευές ακόμα και κοντά στη θάλασσα. Με αυτό δεν επηρεαζόταν σε μεγάλο βαθμό η εσωτερική ζήτηση και οι τιμές. Από το πρόγραμμα των διαβατηρίων και μετά όμως, η εξωτερική ζήτηση στοχεύει σε περιοχές που είναι ήδη ανεπτυγμένες, ενώ απευθύνεται κατά βάση σε μονοκατοικίες και διαμερίσματα πολυτελείας. Η παραγωγική δυναμικότητα των κατασκευών στράφηκε προς την κάλυψη αυτής της ζήτησης, και ξέμεινε η κατασκευή κατοικιών και διαμερισμάτων –σε προσιτές τιμές για τη μεσαία τάξη– σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διόγκωση τιμών και ενοικίων. Κάπως έτσι φτάσαμε στο στεγαστικό πρόβλημα, αφού για τον μέσο πολίτη που ζει και εργάζεται στη χώρα μας με μισθό κάπου στα 1.500 καθαρά, τα αστικά κέντρα δεν είναι πλέον φιλόξενα. Αυτό έχει αλυσιδωτές επιδράσεις τόσο σε κοινωνικό επίπεδο, όσο και σε οικονομικό, καθώς έχει δημιουργήσει πρόσθετο λειτουργικό και εργοδοτικό κόστος, αβάσταχτο για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Τα τελευταία χρόνια ενώ πήρε μπρος η κατασκευή οικιστικών μονάδων προσιτών προς τον μέσο πολίτη, οι πόλεμοι και οι τραγικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, μας έχουν φέρει στον ίδιο παρονομαστή. Έτσι πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν τον περιορισμό στην απόκτηση ακινήτων από υπηκόους τρίτων χωρών.
Στο Volt θεωρούμε ότι το πρόβλημα δεν είναι στατικό, αλλάζει συχνά και οφείλουμε να δημιουργήσουμε μηχανισμούς παρακολούθησης των δεδομένων. Παράλληλα, τη λύση θα δώσει ένας συνδυασμός μέτρων. Δεν είναι άσπρο-μαύρο, ούτε ο λαϊκισμός με κάμποση δόση ξενοφοβίας οδηγεί κάπου. Στο πλαίσιο αυτό έχουμε ετοιμάσει προτάσεις για το στεγαστικό ζήτημα. Επιγραμματικά να αναφέρω πως προτείνουμε ένα σύνολο φορολογικών κινήτρων ώστε ακίνητα που βρίσκονται σε αδράνεια, να δοθούν άμεσα στην αγορά, καθώς και πολεοδομικά κίνητρα για ανάπτυξη αναξιοποίητων οικοπέδων/συντελεστών δόμησης. Τα κίνητρα όμως απαιτούν και αντικίνητρα. Ένα ειδικό τέλος αδρανών ακινήτων για όσους επιμένουν να κρατούν ακίνητα ερμητικά κλειστά και ανεκμετάλλευτα, το οποίο δεν θα στοχεύει σε μικρά οικόπεδα, αλλά σε μεγάλης αξίας και έκτασης ακίνητα τα οποία συσσωρεύουν ορισμένοι επενδυτές και ενδεχομένως να μένουν εκτός αγοράς για κερδοσκοπικούς λόγους.
Ταυτόχρονα, θεωρούμε αναγκαία την επιβολή –έστω προσωρινών– περιορισμών στην απόκτηση οικιστικών μονάδων από υπηκόους τρίτων χωρών. Όχι στη βάση της εθνικότητας, ούτε στηρίζουμε γενικό περιορισμό, αλλά με εύλογα κριτήρια όπως η μόνιμη διαμονή και εργασία, έτσι ώστε να έχουν προτεραιότητα όσοι ζουν, εργάζονται και προσφέρουν στη χώρα. Περιορισμοί μπορούν να επιβληθούν και στη βάση του σκοπού επένδυσης, όπως π.χ. τα Airbnb. Αυτό δεν θα επηρεάσει τις επενδύσεις στη χώρα μας, ούτε είμαστε το πρώτο κράτος που το εφαρμόζει. Εξάλλου, αξίζει να αναφερθεί ότι η κατασκευή κατοικιών δεν είναι ανάπτυξη. Μεγεθύνει μεν το ΑΕΠ κατά την περίοδο κατασκευής, αλλά η κατοικήσιμη μονάδα δεν προσφέρει στην οικονομία, πόσο μάλλον όταν μένει σε αχρησία. Οι επενδυτές από άλλες χώρες, που επιθυμούν να αποκτήσουν ακίνητα που θα διατεθούν σε παραγωγικούς τομείς της οικονομίας (π.χ. ενέργεια, τουρισμός, βιομηχανία, εμπορική χρήση), δεν επηρεάζονται από τέτοιους περιορισμούς.
Για το Volt βασικός στόχος των πιο πάνω μέτρων είναι η αποφυγή διοχέτευσης οικιστικών μονάδων σε άτομα που δεν έχουν ιδιαίτερη σύνδεση με την Κύπρο, στερώντας τα από αυτούς που –ανεξαρτήτως εθνικότητας– τα έχουν ανάγκη γιατί έχουν επιλέξει να κτίσουν εδώ τη ζωή τους. Αυτοί οι άνθρωποι είναι η έγνοια και η προτεραιότητά μας.
Ο κ. Πάνος Παρράς είναι συμπρόεδρος του Volt.