ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ο «βορράς», ο «νότος» και οι «παρίες»

Του ΝΙΚΟΥ ΜΟΥΔΟΥΡΟΥ

«Πλέον δεν θέλουμε να αναφερόμαστε σε Βορρά και Νότο. Από τούδε και στο εξής θα λέμε ‘Τούρκοι της Κύπρου’. Έτσι αντιμετωπίζουμε το γεγονός και έτσι θα συνεχίσουμε να πράττουμε». Το συγκεκριμένο απόσπασμα από τις δηλώσεις του Ερντογάν στα Κατεχόμενα στις 20 Ιουλίου 2021, μπορεί να αντιμετωπιστεί ως μια απλή επανάληψη αυτών που έμειναν γνωστές ως οι «διαχρονικές θέσεις» της Άγκυρας για την Κύπρο. Ωστόσο, η τοποθέτηση των αναφορών του προέδρου της Τουρκίας στο αναλυτικό πλαίσιο της δικής του κοσμοαντίληψης και των πολιτικών συγκυριών της περιόδου που λέχθηκαν, μπορεί να είναι βοηθητική στη διαπίστωση ορισμένων νέων ποιοτικών χαρακτηριστικών της πολιτικής της Τουρκίας και των επιπτώσεων αυτής στην τουρκοκυπριακή κοινότητα ειδικά και στην πορεία του κυπριακού προβλήματος γενικά. 

Οι έννοιες των «βόρειων –κατεχόμενων» περιοχών και των «νότιων– ελεγχόμενων από την Κυπριακή Δημοκρατία», αλλά και τόσες άλλες γεωγραφικές ορολογίες που εμφανίστηκαν στο πολιτικό λεξιλόγιο της Κύπρου συνδέονται άμεσα με την ιστορική εξέλιξη στη μετά εισβολή περίοδο. Πριν από το 1974, ακόμα και στις συνθήκες των διακοινοτικών ταραχών, ήταν σχεδόν αδύνατη η περιγραφή της Κύπρου με όρους ενός οριζόντια διαιρετικού γεωγραφικού προσδιορισμού. Ακριβώς ένα από τα υλικά αποτελέσματα της εισβολής ήταν και η προσπάθεια της Άγκυρας να οικοδομήσει μια συγκεκριμένη στρατηγική στην ιδεολογική εργαλειοποίηση της γεωγραφικής διχοτόμησης του πολέμου. Μέσα από τη χρήση του «Βορρά» και του «Νότου» ένα πολύ μεγάλο τμήμα της πολιτικής ελίτ στην Τουρκία, προσπάθησε να κατασκευάσει ένα τετελεσμένο, μη ανατρέψιμο γεγονός, οι πτυχές του οποίου θα έπρεπε να πλαισιώσουν την κοινωνική και πολιτική εξέλιξη των «δύο εχθρικών πλευρών» στο νησί. Όπως σημείωνε λίγα χρόνια μετά την εισβολή ο απόστρατος στρατηγός Σουκάν «Οι δύο κοινότητες χωρίστηκαν και η επανένωσή τους δεν είναι τίποτε άλλο από φαντασίωση… Η Κύπρος είναι νησί δύο αντίπαλων εθνικών ομάδων που δεν έχουν καμιά πιθανότητα να συμβιώσουν». Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα, πώς μπορεί να εξηγηθεί η άρνηση των εννοιών «βορρά» και «νότου» από τον Ερντογάν; Πού στοχεύει η επαναφορά της παλιότερης ορολογίας περί τουρκικότητας της Κύπρου ή ενός τμήματός της;

Σε ένα πρώτο επίπεδο, οι συγκεκριμένες αναφορές του προέδρου της Τουρκίας δεν αποκόπτονται από τον ευρύτερο σχεδιασμό για μετασχηματισμό της «ΤΔΒΚ» με τρόπο που να εκπέμπει και να εκφράζει τα βασικά χαρακτηριστικά της Τουρκίας «του Ερντογάν». Παρόλο που οι λεπτομέρειες της αρχιτεκτονικής και πολεοδομικής πτυχής των νέων κτηρίων «βουλής» και «προεδρίας» παραμένουν προς το παρόν άγνωστες, εντούτοις το γενικό σκεπτικό δεν παραπέμπει μόνο στην υπογράμμισή του, ότι με αυτό τον τρόπο θα ενισχυθεί ένα δεύτερο κράτος στην Κύπρο. Τα νέα έργα που προγραμματίζονται είναι σημαντικές υποδομές στο πεδίο του ιδεολογικού μετασχηματισμού. Τα συγκεκριμένα κτηριακά συγκροτήματα αναμένεται να επέμβουν στο δημόσιο χώρο των κατεχομένων περιορίζοντας ακόμα περισσότερο τα κυπριακά του χαρακτηριστικά. Οι λεγόμενοι «κήποι του έθνους» που αναμένεται να οικοδομηθούν στο πλαίσιο των νέων κτηρίων δεν είναι απλές διακοσμητικές παρεμβάσεις, αλλά ιδεολογικές αναφορές που εξάγουν στην Κύπρο την «κτηριακή» όψη της αυτοκρατορικής και θρησκευτικής παράδοσης που ο Ερντογάν επιβάλλει και στην Τουρκία. Αποτελούν παράλληλα μορφές μικρών αλλά σημαντικών παρεμβάσεων στο αξιακό σύστημα της κοινότητας και στους τρόπους κοινωνικοποίησης των Τουρκοκυπρίων. Ακριβώς σε αυτό το σημείο λοιπόν είναι που οι εξαγγελίες Ερντογάν (πέραν των Βαρωσίων) έχουν τη δική τους σημασία, αφού αναμένεται να ανοίξουν ένα νέο μέτωπο στον «πόλεμο κουλτούρας» που διεξάγεται μεταξύ Τουρκίας και τουρκοκυπριακής κοινότητας.

Στο δεύτερο επίπεδο της απόρριψης των εννοιών του «βορρά και του «νότου» αναδύεται η επαναφορά μιας παλιάς προσπάθειας κατασκευής της ιστοριογραφίας της Κύπρου και των Τουρκοκυπρίων που η εξουσία στην Τουρκία επιθυμεί να καθιερώσει. Στα λόγια του Ερντογάν το κατεχόμενο μέρος της Κύπρου δεν είναι απλώς «τα βόρεια» του νησιού. Είναι το πεδίο αναπαραγωγής της «νέας» τουρκικότητας, δηλαδή της νέας συλλογικής ταυτότητας που η εξουσία του επιδίωξε να επιβάλει στην Τουρκία. Είναι μια τουρκικότητα που απορρίπτει τις κοσμικές πτυχές του εθνικισμού, που αναδεικνύει το τουρκικό σουνιτικό Ισλάμ ως δομικό μέρος της ταυτότητας της κοινωνίας και που υπογραμμίζει τις παραδοσιακές αξίες της οικογένειας, της αφοσίωσης στο κράτος και στον ηγέτη. Ο Ερντογάν περιέγραψε με γλαφυρό τρόπο το «ιστορικό μοντέλο» που προσπαθεί να προσαρμόσει αυταρχικά στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, μιλώντας σε νέους και νέες στο «Μεγάλο Χάνι» στις 20 Ιουλίου 2021. Στην τοποθέτησή του, η ιστορική κληρονομιά που θα πρέπει να καθοδηγεί τη νεολαία είναι αυτή που ξεκίνησε με τη Χαλά Σουλτάν, συνεχίστηκε με τον Λαλά Μουσταφά Πασά και κατέληξε με τους Φαζίλ Κιουτσούκ και Ραούφ Ντενκτάς. Εάν η αναφορά του στους προηγούμενους ηγέτες των Τουρκοκυπρίων έγινε για να αποκτήσει μια σχετική τοπική νομιμοποίηση, τότε η ανιστόρητη σύνδεση του μέλλοντος της νεολαίας με ένα ισλαμικό και οθωμανικό παρελθόν του χώρου, έγινε ακριβώς στο πλαίσιο της ιδεολογικής κατασκευής της ταυτότητας. Είναι και αυτή μια άλλη πτυχή του «πολέμου κουλτούρας», η οποία μάλλον ενισχύει το αίσθημα αποξένωσης μεγάλων τμημάτων των Τουρκοκυπρίων. 

Η εντατικοποίηση της πολιτισμικής και ιδεολογικής αποξένωσης των Τουρκοκυπρίων προκύπτει ως ένα από τα μελλοντικά ανοιχτά ζητήματα άμεσων επιρροών στο ίδιο το κυπριακό πρόβλημα. Στο ρητορικό ερώτημα τι είναι αυτά που κάνουν την Κύπρο αναγκαία για την τουρκοκυπριακή κοινότητα, ο αρχισυντάκτης της «Γιενί Ντουζέν» Τζενκ Μουτλούγιακαλι απαντούσε στις 19 Ιουλίου 2021 ως εξής: «Η ιδιαίτερή μας κυπριακή κουλτούρα, η ιδιαίτερή μας κυπριακή ταυτότητα, οι ελευθερίες μας, η αμοιβαία εμπιστοσύνη, ο τρόπος ζωής μας και το πιο σημαντικό, η αγάπη μας για την πατρίδα. Αυτά είναι τα στοιχεία που ακόμα μας κρατούν στο νησί». Χωρίς να μπαίνει σε βαθιές κοινωνιολογικές αναλύσεις και χωρίς να ακουμπά τα ζητήματα των πτυχών του πολιτικού προβλήματος, ο Μουτλούγιακαλι διέκρινε τα στοιχεία εκείνα που απειλεί η εξουσία Ερντογάν και τα οποία όμως «ακόμα κρατούν» τους Τουρκοκύπριους στο νησί. Υπό αυτή την έννοια αναφέρθηκε σε εκείνα τα στοιχεία που εκφρασμένα με πολιτιστικούς όρους, πολιτικά διασφαλίζουν την αυτονόμηση της κοινότητας από την Τουρκία. Υπογράμμισε εκείνα τα σημεία που μέχρι σήμερα σε ιδεολογικό επίπεδο εμπόδισαν την ολοκληρωτική αφομοίωση των Τουρκοκυπρίων στο «μεγάλο τουρκικό έθνος».

Εντός του προαναφερθέντος πλαισίου, οι πολιτικές αντιδράσεις της αντιπολίτευσης δημιουργούν κάποιες –προς το παρόν– ανολοκλήρωτες τάσεις. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι Τουρκοκύπριοι είναι ίσως από τις λίγες ομάδες πληθυσμού «συγγενικού» με την Τουρκία που ο Ερντογάν δεν κατάφερε να «αλώσει» ιδεολογικά και πολιτισμικά, το μποϊκοτάρισμα της παρουσίας του στα Κατεχόμενα λειτούργησε ως άρνηση μετατροπής της κοινότητας σε «παρίας». Ο κοινωνικά υποδεέστερος, η φιγούρα του παρακατιανού και επί της ουσίας του ανθρώπου με λιγότερα ή καθόλου δικαιώματα, είναι μερικές από τις ιδιότητες του «παρία». Είναι επομένως μερικές από τις ιδιότητες που το αποικιοκρατικό ύφος της τουρκικής παρέμβασης προσπαθεί να κατασκευάσει για ένα μέρος της κοινότητας. Οι Τουρκοκύπριοι της αντιπολίτευσης συνειδητοποιούν πλήρως ότι δεν ανήκουν σε αυτό που η εξουσία Ερντογάν ορίζει ως «καλός πολίτης». Γνωρίζουν συνεπώς τον κίνδυνο μετατροπής τους σε κοινωνικό περιθώριο. Είναι ακριβώς αυτή η συνειδητοποίηση που μετέτρεψε την απόρριψη της επίσκεψης Ερντογάν, αλλά και τη φορτική υπενθύμιση ότι η μετά Κραν Μοντάνα τακτική της Τουρκίας αποτελεί ένα είδος πολιτικού πραξικοπήματος, σε μια προσωρινή πολιτική πλατφόρμα.

Η πλατφόρμα αυτή είναι προσωρινή, γιατί σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από το μέλλον των συνομιλιών. Ο βασικός λόγος της σχετικής προσωρινότητας της αντιπολιτευτικής συνεργασίας εδράζεται στο ότι η απουσία ουσιαστικών συνομιλιών στο Κυπριακό, αφαιρεί από αυτές τις πολιτικές δυνάμεις τη δυνατότητα έκφρασης του πρακτικού τους οράματος για ενσωμάτωση της κοινότητας στη διεθνή νομιμότητα μέσα από μια ομοσπονδία. Με τη σειρά της, η αφαίρεση αυτής της δυνατότητας εγκλωβίζει την αντιπολίτευση στη συνέχιση της αντιπαράθεσης με τον Ερντογάν χωρίς όμως το διέξοδο της προοπτικής του επανενωμένου κυπριακού πολιτικού πλαισίου. Η ανισορροπία ισχύος σε αυτή την σχέση είναι ξεκάθαρη και δεδομένη. Πέραν των επί του εδάφους πραγματικών εξελίξεων, λοιπόν, η ενεργοποίηση των όποιων προοπτικών υπάρχουν για συνομιλίες είναι στρατηγικής σημασίας και για τα προαναφερθέντα.

Ο κ. Νίκος Μούδουρος είναι λέκτορας στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Κύπρου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση

X