
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση για το Αιγαίο και κυρίως για την Κύπρο διαμορφώθηκε εντός ενός σύνθετου πλέγματος στρατηγικών φόβων, πολιτικών ισορροπιών και ιδεολογικών διαχωρισμών. Στο πλαίσιο αυτό, η παρουσία της Βουλγαρίας στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας και η γεωγραφική της εγγύτητα με τη Βόρεια Ελλάδα προσέδιδαν έναν επιπλέον παράγοντα απειλής, που δεν επηρέασε μόνο την ελληνική στρατηγική σκέψη αλλά είχε και έμμεσες συνέπειες για τις εξελίξεις στην Κύπρο.
Ο απόηχος του Εμφυλίου: Ιδεολογικές προεκτάσεις και στρατηγική καχυποψία
Η ιστορική εμπειρία του Εμφυλίου Πολέμου (1946–1949) επηρέασε βαθιά τα στρατηγικά αντανακλαστικά της Ελλάδας. Η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και η παγίωση του ελληνικού κράτους στη δυτική σφαίρα επιρροής συνοδεύτηκε από τη διαρκή ανησυχία περί "κομμουνιστικού κινδύνου" από τον Βορρά. Η Βουλγαρία, παραδοσιακά εχθρική δύναμη στις συγκρούσεις του 20ού αιώνα και στενός σύμμαχος της ΕΣΣΔ, κατείχε δεσπόζουσα θέση σε αυτή την ανησυχία.
Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις οικοδόμησαν αμυντικό δόγμα που έθετε ως προτεραιότητα ένα πιθανό βουλγαρικό μέτωπο, με τους επιτελικούς σχεδιασμούς να επηρεάζονται σημαντικά από τις ΝΑΤΟικές προτεραιότητες. Οι ασκήσεις πυρηνικής κρούσης της βουλγαρικής αεροπορίας και οι αποκαλύψεις για φωτογράφηση / στοχοποίηση ελληνικών υποδομών με χρήση των σοβιετικής κατασκευής τριηχητικών κατασκοπευτικών MiG-25 υπογράμμιζαν την επιχειρησιακή δυνατότητα, έστω και θεωρητική, να απειληθεί η Ελλάδα από την ανατολική βαλκανική μεθόριο. Η πιθανότητα έναρξης σύγκρουσης με τη Βουλγαρία εξεταζόταν, πάντως, περισσότερο στο πλαίσιο γενικευμένου πολέμου Ανατολής-Δύσης παρά ως αυτόνομη επιθετική ενέργεια. Μόλις το 1964, αλλά περισσότερο από το Νοέμβριο του 1967, με την ελληνοτουρκική κρίση για την Κύπρο, θα άρχιζαν τα ελληνικά επιτελεία να στρέφουν την προσοχή τους προς Ανατολάς.
Κύπρος 1974: Ο φόβος του δεύτερου μετώπου
Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 μετέβαλε ριζικά τις γεωπολιτικές προτεραιότητες της Ελλάδας. Το στυγνό στρατιωτικό καθεστώς στην Αθήνα εκλήθη να αντιμετωπίσει μια στρατηγική κρίση που δεν περιοριζόταν στο νησί: το φόβο της -θεωρητικής- δυνατότητας ταυτόχρονης επίθεσης από τη Βουλγαρία ενισχυόμενο από την αίσθηση που καλλιεργήθηκε ειδικά εκέινες τις ημέρες από τον υπερατλαντικό/ΝΑΤΟικό παράγοντα (ότι οι ανατολικοί θα εκμεταλλεύονταν στρατιωτικά την κατάσταση) προκειμένου να αποφευχθεί ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος που θα θρυμμάτιζε την νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Η Θράκη, λόγω μικρού στρατηγικού βάθους, φαινόταν ευάλωτη σε ταχεία προώθηση αρμάτων και αεροπορικών δυνάμεων.
Αν και δεν υπήρξαν ουσιαστικές ενδείξεις για προετοιμασία επίθεσης, πέραν κάποιων μετακινήσεων μικρών δυνάμεων τεθωρακισμένων, η απειλή λειτούργησε ως επιπλέον στοιχείο αναστολής της ελληνικής αντίδρασης στην Κύπρο, ενισχύοντας την πολιτική παθητικότητα και τον κυνισμό των εγκληματικών προφάσεων της χούντας Ιωαννίδη. Η έμμεση συνέπεια ήταν τραγική: η μη στρατιωτική αντίδραση στην πρώτη φάση της εισβολής επέτρεψε στην Τουρκία να εδραιώσει τον έλεγχο του βορείου τμήματος του νησιού. Εδώ, ο ρόλος της ψευδούς ή υπερεκτιμημένης απειλής από τη Βουλγαρία συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση ενός ανεπαρκούς στρατηγικού υπολογισμού.
Η κρίση του 1987: Υποψίες χωρίς περιεχόμενο
Κατά την κρίση του 1987 στο Αιγαίο, η στρατηγική ανησυχία για τη Βουλγαρία επανήλθε, αν και σε σαφώς αποδυναμωμένη μορφή. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είχε αλλάξει. Η Βουλγαρία του Ζίβκωφ αντιμετώπιζε εσωτερική κατάρρευση: η οικονομία βρισκόταν σε βαθιά κρίση, η σύγκρουση με την τουρκόφωνη μειονότητα είχε επιδεινωθεί, και η στρατιωτική της ικανότητα είχε αποδυναμωθεί (ενδεικτικά ο σταθμός ραντάρ της ελληνικής αεροπορίας στον Ισμαρο Ροδόπης, επιφορτισμένος με την επιτήρηση του εναέριου χώρου της Βουλγαρίας, ανέφερε μηδενική δραστηριότητα το 1987). Η κοινωνική δυσαρέσκεια είχε ενταθεί, ιδίως στον πρωτογενή τομέα μετά την αποδιάρθρωση της κολεκτιβοποίησης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Βουλγαρία προσέφερε διαβεβαιώσεις "καλοπροαίρετης ουδετερότητας" στην Ελλάδα, όχι από στρατηγική ευθυκρισία, ούτε λόγω κάποιου διαπραγματευτικού χαρίσματος των τότε Ελλήνων κυβερνώντων, αλλά εξαιτίας της αδυναμίας της να εμπλακεί στρατιωτικά. Η πιθανότητα σύγκρουσης σε διπλό μέτωπο είχε σχεδόν εκλείψει, επιτρέποντας στην Ελλάδα να εστιάσει στον βασικό της αντίπαλο, την Τουρκία.
Σύγχρονες επιπτώσεις και στρατηγικές προτεραιότητες στις εξωτερικές σχέσεις Ελλάδας και Κύπρου
Η εμπειρία του Ψυχρού Πολέμου και της παρανοϊκής εκτίμησης του βουλγαρικού κινδύνου επηρέασε καθοριστικά τη μεταψυχροπολεμική/σύγχρονη στρατηγική των δύο χωρών. Η Ελλάδα αναπροσδιόρισε τις εξωτερικές της σχέσεις με επίκεντρο την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση. Η συμμετοχή στην ΕΟΚ από το 1981 και η μεταγενέστερη ενίσχυση των ευρωπαϊκών θεσμών κατέστησαν τον πολιτικό και οικονομικό εξευρωπαϊσμό σταθερό στόχο της ελληνικής διπλωματίας. Η εστίαση μετατοπίστηκε στις θαλάσσιες διαστάσεις του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, οδηγώντας στην ενίσχυση των δυνάμεων στο Ανατολικό Αιγαίο, αλλά και στην υιοθέτηση μιας περισσότερο ενεργητικής πολιτικής διαβαλκανικής συνεργασίας, ειδικά μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων.Παράλληλα, η Κύπρος ενίσχυσε τη διεθνή της παρουσία, αξιοποιώντας το διπλωματικό κενό που άφησε η υποχώρηση του Ψυχρού Πολέμου. Επέκτεινε τη δραστηριότητά της στον ΟΗΕ, ενίσχυσε τις σχέσεις με χώρες-μέλη της Κοινοπολιτείας και, εν τέλει, πέτυχε την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η αποδυνάμωση της στρατηγικής σημασίας της Βουλγαρίας ενίσχυσε έμμεσα τις δυνατότητες της Κύπρου, ως μέρος της διπλωματικής και στρατηγικής τοποθέτησης του Ελληνισμού στην περιοχή να κινηθεί περιφερειακά, επενδύοντας στην τριμερή συνεργασία με Ισραήλ και Αίγυπτο και στην ανάδειξη της Ανατολικής Μεσογείου ως πεδίου ενεργειακής διπλωματίας. Δηλαδή, αν και η Κύπρος δεν βρισκόταν στο επίκεντρο των ελληνοβουλγαρικών προστριβών, το γεγονός ότι η Ελλάδα μπορούσε πλέον, απερίσπαστη από την πάλαι ποτέ βαλκανική απειλή, να προσανατολίσει την άμυνά της αποκλειστικά προς το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, ενίσχυσε την πολιτική της ελληνοκυπριακής πλευράς για σύσφιξη των στρατιωτικών δεσμών. Διευκόλυνε, δε, την υιοθέτηση δόγματος που θα εμπέδωνε καλύτερη συνεργασία και απελευθέρωση/εμπλουτισμό διπλωματικών και στρατηγικών επιλογών μέταξύ Αθήνας και Λευκωσίας, με ενίσχυση πολιτικών αντιβαρων έναντι της Τουρκίας.
Συμπέρασμα
Η Βουλγαρία, παρά τη γεωγραφική της εγγύτητα και την ένταξή της στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας, λειτούργησε περισσότερο ως φάντασμα ιστορικής ανασφάλειας παρά ως πραγματική στρατιωτική απειλή για την Ελλάδα στις κρίσεις του 1974 και 1987. Οι στρατηγικές ψευδαισθήσεις του Ψυχρού Πολέμου επηρέασαν έμμεσα και αρνητικά τις εξελίξεις στην Κύπρο, παγιδεύοντας την ελληνική στρατηγική σκέψη σε σενάρια ταυτόχρονων μετώπων. Μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, Ελλάδα και Κύπρος, αναπροσδιόρισαν τις εξωτερικές τους σχέσεις με έμφαση στη θεσμική ενσωμάτωση, την περιφερειακή σταθερότητα και τον ρόλο τους ως πυλώνων ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ιωάννης Σιδηρόπουλος, LL.M (LSE, UvA), δικηγόρος, Non-resident Fellow, Διπλωματική Ακαδημία Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Senior Fellow, Strategy International think tank.