
Γράφει ο Δρ Κυριάκος Α. Κενεβέζος
Η ιστορία δεν γράφεται από δηλώσεις, αλλά από στάσεις. Και στη διπλωματία, η στάση προηγείται της φωνής. Το μέτρο, η αυτοσυγκράτηση, η διακριτικότητα, όλα εκείνα τα σιωπηλά γνωρίσματα της πραγματικής πολιτικής δεν επιδεικνύονται. Καλλιεργούνται, σταθεροποιούνται και εν τέλει καθιερώνουν ρόλους.
Η Κύπρος, μια χώρα με ανοιχτό εθνικό ζήτημα ,το Κυπριακό, δηλαδή μια συνεχιζόμενη στρατιωτική κατοχή μέρους της επικράτειάς της και με πολλαπλές εκκρεμότητες στο πλαίσιο της γενικότερης αναθεωρητικής και επιθετικής στρατηγικής της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, δεν έχει την πολυτέλεια να αυτοπροβάλλεται ελαφρά τη καρδία ως μεσολαβητής σε περιφερειακές συγκρούσεις που ξεπερνούν το διπλωματικό της εκτόπισμα. Όχι επειδή δεν έχει δυνατότητες. Αλλά επειδή ο πραγματικός ρόλος κατακτάται – δεν δηλώνεται.
Η πρόσφατη δημόσια τοποθέτηση του Προέδρου της Δημοκρατίας περί «αιτήματος του Ιράν να μεταφέρει μηνύματα στο Ισραήλ», ανεξαρτήτως προθέσεων ή ερμηνειών, καταγράφεται ήδη ως ένα επικοινωνιακό ολίσθημα με σοβαρές επιπτώσεις στην εικόνα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όχι επειδή δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει τέτοιο αίτημα . Αυτό δεν είμαστε σε θέση να το κρίνουμε με βεβαιότητα αλλά επειδή το πλαίσιο, ο χρόνος και η αμεσότητα της δημοσιοποίησης παραπέμπουν περισσότερο σε διπλωματικό ναρκισσισμό παρά σε πολιτική στρατηγική.
Δεν είναι η δουλειά ενός Προέδρου να μετατρέπεται σε άτυπο αγγελιοφόρο και, πολύ περισσότερο, σε διαχειριστή «διεθνών μηνυμάτων» μέσω συνεντεύξεων τύπου. Η διπλωματία λειτουργεί σε στρώματα: πρώτα διαμορφώνεται στα σκιώδη δωμάτια των θεσμικών διαύλων, αποκρυσταλλώνεται σε σχήματα στρατηγικής συνεργασίας και αν ποτέ απαιτηθεί αναδεικνύεται δημοσίως όταν εξυπηρετεί την εθνική στρατηγική, όχι την πολιτική αυτοπροβολή.
Η αντίδραση από ιρανικής πλευράς, που διέψευσε δημόσια τον ισχυρισμό, δεν είναι απλώς ένα επικοινωνιακό ζήτημα. Δημιουργεί ένα κενό αξιοπιστίας που βαραίνει αποκλειστικά την πλευρά που έκανε τη δήλωση χωρίς επαρκή διασταύρωση. Όταν ένα κράτος διαψεύδει ρητά και δημοσίως μια τέτοια αναφορά, η ευθύνη για τη διαχείριση αυτής της αντίθεσης ανήκει πρωτίστως σε εκείνον που προέβη στη δημόσια αναφορά. Η εικόνα της χώρας που εκπροσωπείται εκτίθεται, και η αμφιβολία που γεννάται δεν μπορεί να αποκατασταθεί από τους υπηρεσιακούς εκπροσώπους, αλλά απαιτεί σαφή δημόσια τοποθέτηση του Προέδρου.
Δεν είναι οι εκπρόσωποι τύπου που οφείλουν να διαχειριστούν τέτοια κρίση. Είναι ο ίδιος ο Πρόεδρος από τον οποίο πηγάζει η φθορά που οφείλει να σταθεί ενώπιον του λαού και της διεθνούς κοινότητας και να διαχωρίσει το πραγματικό από το επιπόλαιο: υπήρξε ή δεν υπήρξε το αίτημα; Μίλησε πράγματι το Ιράν ή ήταν μια παρεξήγηση, ή ακόμη χειρότερα , μια αυθαίρετη υπερδιερμηνεία διπλωματικών επαφών; Η σιωπή δεν είναι προστασία. Είναι επιβεβαίωση.
Το ζήτημα γίνεται ακόμη πιο κρίσιμο αν σκεφτεί κανείς πως σε άλλα μέτωπα της εξωτερικής πολιτικής, διαφαίνεται μια κινητικότητα που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να έχει θετικό πρόσημο. Η πρόσφατη επίσκεψη του Ινδού Πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι στην Κύπρο, για παράδειγμα, δεν είναι αμελητέας σημασίας. Δείχνει πως κάποιες διπλωματικές προσπάθειες, είτε ως αποτέλεσμα σχεδιασμού είτε ως προϊόν ευνοϊκής συγκυρίας, αρχίζουν να δίνουν καρπούς.
Και όμως παρά αυτές τις κινήσεις ο Πρόεδρος μοιάζει να μην μπορεί να αντισταθεί στη ροπή προς την προσωπική έκθεση, να μη συγκρατεί την επιθυμία του να τοποθετείται στο κέντρο κάθε διεθνούς αφηγήματος. Και εκεί ακριβώς υπονομεύεται το σύνολο. Διότι σε τέτοιες λεπτές ισορροπίες, ένα ελαφρό, άκαιρο ή αναληθές βήμα αρκεί για να ακυρώσει όλη την απόσταση που διάνυσες προηγουμένως. Και τότε, είσαι υποχρεωμένος να την περπατήσεις ξανά μόνος, και με λιγότερη αξιοπιστία.
Αν η Κύπρος επιθυμεί να αποκτήσει βαρύνοντα λόγο στα διεθνή τεκταινόμενα, οφείλει πρώτα να περιφρουρεί την εικόνα της. Και η εικόνα της διαμορφώνεται τόσο από την κατεύθυνση όσο και από το ύφος. Διότι δεν μπορεί να υπάρξει σταθερό διπλωματικό εκτόπισμα, όταν η συνέπεια της στρατηγικής όπως αυτή που διαφαίνεται στον σταθερό δυτικό προσανατολισμό της χώρας ειδικότερα μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία– ακυρώνεται στο βωμό της προσωποκεντρικής προβολής και της πρόσκαιρης επικοινωνιακής λάμψης. Ακόμη και σημαντικά επιτεύγματα, όπως η πρόσφατη επίσκεψη του Πρωθυπουργού της Ινδίας, δεν εντάσσονται οργανικά σε μια θεσμική αφήγηση, αλλά κινδυνεύουν να χαθούν μέσα στον θόρυβο των αποσπασματικών ελιγμών.
Σε κάθε περίπτωση, η διπλωματία δεν είναι σκηνικό. Και η ηγεσία δεν είναι ρόλος. Είναι επίγνωση της σιωπής, αίσθηση του μέτρου και δέσμευση στο θεσμικό βάθος. Όχι για να επευφημηθείς. Αλλά για να μην χρειαστεί ποτέ να απολογηθείς.