ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Ένας αυθεντικός πολυμαθής

«Το πέρασμα της μικρής μου μέρας»: Για την ποίηση του Θεόδωρου Στεφανίδη (1896–1983)

«O Χρόνος είμαι, καταστροφέας των κόσμων». Έτσι λέει ο Λόρδος Krishna στον Arjuna στο αρχαίο ινδουιστικό ποίημα «Bhagavad Gita», εκφράζοντας την τρομερή δύναμη που σβήνει όλα ανεξαιρέτως: βασίλεια, πλούτη, βίους, αγάπες και ονόματα. Αυτή είναι η μοίρα μας – να φύγουμε, αναφερόμενος στον Έλιοτ, «όχι με ένα κρότο, αλλά με ένα ψίθυρο». Κι όμως, κάποιοι δεν απελπίζονται μα ψιθυρίζουν πίσω γραμμές και στίχους. Τέτοιοι ψίθυροι ανήκουν στον Θεόδωρο Στεφανίδη. Ο Στεφανίδης, που ίσως είναι περισσότερο γνωστός στη Βρετανία, ως φιγούρα στα απομνημονεύματα (τα οποία έχουν γίνει πρόσφατα βρετανική τηλεοπτική σειρά) του Gerald Durrell (Βρετανός συγγραφέας, φυσιοδίφης και τηλεοπτικός παρουσιαστής) στην Κέρκυρα, ήταν ένας άνθρωπος που η ποίησή του υποδηλώνει την ελπίδα για μια προσωρινή νίκη απέναντι στον χρόνο, χωρίς να παραγνωρίζει την τρομερή του δύναμη. Δυστυχώς το έργο του Στεφανίδη δεν έχει δεχτεί τη σημασία που του αξίζει, ούτε στα αγγλικά, μα ιδιαίτερα ούτε στα ελληνικά γράμματα καθώς έγραφε στα αγγλικά. Ευτυχώς, νέα έρευνα, όπως η διδακτορική διατριβή της Βαρβάρας-Ειρήνης Κονιδάρη, το επαναφέρουν στο φως.

Σύμφωνα με την Κονιδάρη, ο Θεόδωρος Στεφανίδης υπήρξε «γιατρός, λόγιος, συγγραφέας, ποιητής και μεταφραστής», ένας αυθεντικός πολυμαθής, του οποίου η ζωή γεφύρωσε την επιστήμη και την τέχνη. Γεννημένος στη Βομβάη από κοσμοπολίτικη ελληνική οικογένεια που μιλούσε κυρίως αγγλικά στο σπίτι, πέρασε τα πρώτα του χρόνια στην Ινδία, προτού εγκατασταθεί στην Κέρκυρα, όπου ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του και άρχισε να μιλά ελληνικά. Υπηρέτησε ως εθελοντής στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική Εκστρατεία, και στη συνέχεια σπούδασε ιατρική στη Σορβόννη (Παρίσι) με δασκάλους όπως η Μαρί Κιουρί. Υπήρξε πρωτοπόρος στην ακτινολογία και την υδροβιολογία, ιδρύοντας το πρώτο ακτινολογικό εργαστήριο στην Κέρκυρα και ανακαλύπτοντας υδρόβιους μικροοργανισμούς που φέρουν ακόμα το όνομά του. Το 1939, υποτροφία του Ιδρύματος Ροκφέλερ του επέτρεψε να διεξάγει έρευνα για την ελονοσία στη Θεσσαλονίκη και στην Κύπρο, ενισχύοντας περαιτέρω τη συμβολή του στη δημόσια υγεία. Δημοσίευσε επιστημονικές μελέτες σε θέματα ιατρικής, βιολογίας και αστρονομίας, μάλιστα, σύμφωνα με την Κονιδάρη ένας κρατήρας στη Σελήνη φέρει ανεπίσημα το όνομά του.

Παράλληλα με την επιστημονική του δραστηριότητα, ο Στεφανίδης καλλιέργησε έναν βαθιά στοχαστικό λογοτεχνικό βίο. Δημοσίευσε τρεις ποιητικές συλλογές μία εκ των οποίων μεταφράστηκε στα ελληνικά από την Κονιδάρη. Μεταθανάτια εκδόθηκαν κάποια ανέκδοτα ποιήματα του Στεφανίδη. Συνεργάστηκε με τον Γιώργο Κατσίμπαλη στη μετάφραση σπουδαίων Ελλήνων ποιητών, μεταξύ αυτών ο Παλαμάς και Καβάφης στα αγγλικά. Μετάφρασε επίσης στα αγγλικά έργα όπως τον Ερωτόκριτο του Βιντσέζου Κορνάρου και αρχαίους συγγραφείς όπως τη Σαπφώ. Η φιλία του με τον Lawrence Durrell (Βρετανό συγγραφέα) και τον Gerald Durrell, που γεννήθηκε στην Κέρκυρα στα μέσα της δεκαετίας του 1930, εξελίχθηκε σε έναν σταθερό δεσμό που αποτυπώθηκε στα συγγράμματά τους. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στο υγειονομικό σώμα του βρετανικού στρατού σε εκστρατείες στη Βόρεια Αφρική, την Κρήτη και τη Σικελία. O Στεφανίδης έγραψε τα απομνημονεύματά του από αυτές τις εκστρατείες, αλλά μόνο αυτή που αφορά την Κρήτη εκδόθηκε. Μετά τον πόλεμο, εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου η λογοτεχνική του παραγωγή άνθισε.

Η ποίηση του Θεόδωρου Στεφανίδη αντλεί έμπνευση από ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, που αντανακλούν την πορεία και τα ενδιαφέροντά του. Οι συλλογές του περιλαμβάνουν ποιήματα επηρεασμένα από προσωπικά βιώματα, μυθολογία, φιλοσοφικούς στοχασμούς και επιστημονικές του ενασχολήσεις, κυρίως την αστρονομία και τη βιολογία. Μέσα από τα έργα του ξεδιπλώνεται η εσωτερική του διαδρομή: οι γνώσεις, οι ανησυχίες και οι υπαρξιακές του σκέψεις γύρω από το μυστήριο της ζωής και το αναπόφευκτο τέλος της. Αυτό αντανακλάται πλήρως στο πιο κάτω ποίημα του από τη συλλογή «Cities of the Mind», το οποίο μεταφράζω.

«Ας μη φανεί πως έζησα εδώ μάταια / όταν το σκοτάδι καλέσει κι εγώ υπακούσω την εντολή του./ Ας μείνει κάτι από εμένα, έστω ένα μόριο, / να πλανάται εκεί όπου τα βήματά μου πια δεν ακουμπούν./ Ας μείνει κάτι από εμένα πίσω· / ένας στίχος, ένας ρυθμός, να επιβιώσει του πηλού· / Ας μείνει κάποιο καθρέφτισμα, κάποια λάμψη του μυαλού μου, /να θυμίζει το πέρασμα της μικρής μου μέρας».

Το ποίημα είναι μια ταπεινή παράκληση. Ο λόγος απλός, το ύφος συγκρατημένο, ωστόσο η αγωνία έκδηλη. Δεν μιλά για θρίαμβο επί θανάτου ή αιώνια μνήμη, μα για ένα μόριο - ένα σωματίδιο σκόνης. Η επιλογή της συγκεκριμένης εικόνας είναι κρίσιμη: το μόριο επιπλέει ανεπαίσθητα στην ατμόσφαιρα, και παρόλο που σπάνια το παρατηρούμε, το παρατηρούμε επειδή αντανακλά το φως. Έτσι ο ποιητής δεν ζητά να τον εξυμνήσουν, αλλά να καθρεφτιστεί, έστω και στιγμιαία, στο θυμικό ενός ανθρώπου. Ο Στεφανίδης αντιπαραθέτει τη σωματική αποσύνθεση – «να επιβιώσει του πηλού» – με τη σύνθεση ενός στίχου ή ενός ρυθμού. Η ελπίδα του δεν εναποτίθεται σε ένδοξα μνημεία και τιμές, αλλά στην ποίηση. Ο νους μπορεί να είναι εφήμερος, αλλά οι απόηχοί του, αν μεταφραστούν σε γλώσσα, μπορούν να διαρκέσουν περισσότερο από τον «πηλό».

Ωστόσο, η ελπίδα του Στεφανίδη δεν είναι απλώς ότι ένας στίχος του μπορεί να σωθεί τυχαία από τη λήθη. Πίσω από τη σεμνή του παράκληση υποδηλώνει μια πιο βαθιά παραδοχή: ότι το νόημα των λέξεων μπορεί να επιβιώσει όταν γίνεται μέρος της ζωής μας. Όπως δείχνει ο φιλόσοφος, ιατρός και επιστήμονας Michael Polanyi, η αληθινή γνώση –ειδικά σε τέχνες όπως η ποίηση– δεν μεταδίδεται μόνο με λέξεις, αλλά μέσα από εμπειρία, μίμηση και συμμετοχή σε μια ζωντανή παράδοση. Ο Polanyi λέει ότι «ξέρουμε περισσότερα από όσα μπορούμε να πούμε». Αυτό σημαίνει πως για να καταλάβουμε κάτι ουσιαστικά, είτε πρόκειται για επιστήμη, μουσική ή ποίηση, πρέπει πρώτα να το βιώσουμε, να μπούμε μέσα του, να το «κατοικήσουμε». Μαθαίνουμε, όταν αφηνόμαστε σε ένα πλαίσιο που μας καθοδηγεί, του οποίου τους κανόνες εμπιστευόμαστε, έστω κι αν στην αρχή δεν τους καταλαβαίνουμε πλήρως.

Έτσι και με την ποίηση του Στεφανίδη: για να την κατανοήσουμε πραγματικά, δεν αρκεί να την αναλύσουμε. Πρέπει να αφεθούμε στον ρυθμό και τις εικόνες της, να τη νιώσουμε και να της επιτρέψουμε να διαμορφώσει, έστω και λίγο, τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο. Το να δούμε την αξιοπρέπεια του «μορίου», να νιώσουμε το βάρος των «βημάτων» που χάθηκαν, σημαίνει να συντονιστούμε με το ποίημα, όχι με μια παθητική ανάγνωση, αλλά ως μια ενεργητική ανάμνηση, μια μορφή αναβίωσης μέσω της κοινής συμμετοχής μας στην πρακτική της ποίησης. Υπό αυτή την έννοια, η επιβίωση του Στεφανίδη δεν εξαρτάται από τη μονιμότητα, αλλά από την πρακτική. Τον αναζωογονούμε, όχι διατηρώντας τη μνήμη του με στατική ευλάβεια, αλλά απηχώντας την άποψή του στις σκέψεις, τη γλώσσα και τις ανησυχίες μας. Ζει, όπως υπονοεί ο Polanyi, όχι επειδή επαναλαμβάνουμε τους στίχους του, αλλά επειδή κατοικούμε σε αυτούς.

«Ο Χρόνος είμαι», λέει η φωνή της κοσμικής αδιαφορίας. Αλλά η ποίηση, ακόμα και το πιο σεμνό είδος, απαντά. Όχι σε πείσμα, αλλά σε αίτημα: «ας μείνει κάτι». Ίσως, ένα «μόριο». Ένας «ρυθμός». Έστω και μια «λάμψη». Ας δούμε λοιπόν τον Θεόδωρο Στεφανίδη ως ένα ολοκληρωμένο και αξιοσημείωτο λογοτέχνη, και να εκπληρώσουμε έτσι την παράκλησή του να αναβιώσουμε έστω και προσωρινά, «το πέρασμα της μικρής [του] μέρας».

Ο δρ Δημήτρης Χατζημιχαήλ είναι λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση

X