ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Γενικός εισαγγελέας – Plan B;

Του ΘΑΝΑΣΗ ΚΟΡΦΙΩΤΗ

Σπάνια η δημόσια συζήτηση καταφέρνει να αγγίξει την ουσία των πραγμάτων. Η προσέγγιση είναι κατά κύριο λόγο επικοινωνιακή, τουλάχιστον ως αυτή αναπτύσσεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και μαζικής ενημέρωσης. Υπάρχει βεβαίως και το ερώτημα του κατά πόσο η συζήτηση σε αυτό το πλαίσιο, απηχεί τις απόψεις του συνόλου της κυπριακής κοινωνίας ή κατά πόσο τελικά αποτελεί απαύγασμα του κλίματος που δημιουργείται μόνο εντός των σύγχρονων μέσων ενημέρωσης.

Υπάρχει μια θεσμική σοφία στο «δοτό» σύνταγμα του 1960 ως προς τον ανεξάρτητο θεσμό του γενικού εισαγγελέα, παρόλο που περνά απαρατήρητη. Διορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος με τη σειρά του εκλέγεται απευθείας από τον λαό. Δημιουργείται έτσι μια έστω έμμεση λαϊκή νομιμοποίηση, χωρίς την παρεμβολή των εν στενή εννοία κομματικών μηχανισμών. Επίσης πρέπει να κατέχει προσόντα αντίστοιχα με τους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δηλαδή δωδεκαετή τουλάχιστον άσκηση δικηγορίας και να είναι ανωτάτου επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου. Από τη στιγμή του διορισμού, όμως, «απογαλακτίζεται» και από τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και λειτουργεί εντελώς ανεξάρτητα στο πολιτειακό πλαίσιο.

Είδαμε τις τελευταίες μέρες ομοβροντία πιέσεων από κόμματα, πολιτικούς και απλούς πολίτες, να ζητούν την παραίτηση του βοηθού γενικού εισαγγελέα επ’ αφορμή της πρόσφατης καταδικαστικής για την Κύπρο απόφασης του ΕΔΔΑ. H άρνησή του να παραιτηθεί θεωρήθηκε πρόκληση για την κοινή γνώμη και πυροδότησε ακόμα περισσότερες αντιδράσεις. Ως και η αναφορά του πως με τις εν λόγω πιέσεις πλήττεται η δικαιοσύνη.

Στην πραγματικότητα, η θεσμική ανεξαρτησία του θεσμού του γενικού εισαγγελέα υπάρχει με συνταγματικού επιπέδου ισχύ για τον αποκλεισμό αυτών ακριβώς των περιπτώσεων. Του να υπόκειται ένας τόσο κρίσιμος για την εύρυθμη λειτουργία του κράτους αξιωματούχος σε πιέσεις κάθε μορφής, ιδιαίτερα πολιτικές, θα ήταν πραγματικός εφιάλτης για τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία.

Το οξύμωρο, ως θέμα κοινωνικής αντίδρασης, είναι πως την ίδια περίοδο που προφανώς υπάρχει χαμηλή εκτίμηση στην κοινωνία για τα πολιτικά κόμματα, κάτι που αντί να τα οδηγήσει σε ουσιαστική ανασυγκρότηση των πολιτικών τους, τα οδηγεί όλο και περισσότερο σε φαινόμενα λαϊκισμού, η ίδια η κοινωνία των πολιτών φαίνεται γι’ αυτά τα ζητήματα να συμπορεύεται μαζί τους, σε μια πορεία αμφισβήτησης του ρόλου και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και των φορέων της, χωρίς να συνεκτιμά όλα τα δεδομένα.

Μέσα σε αυτό το έντονα φορτισμένο πλαίσιο κατατέθηκαν στη Βουλή από την κυβέρνηση σειρά νομοσχεδίων για τη ριζική αλλαγή της διάρθρωσης της Νομικής Υπηρεσίας του κράτους με βασικό άξονα τον διαχωρισμό των ρόλων του γενικού εισαγγελέα. Προωθείται ο περιορισμός των εξουσιών του γενικού εισαγγελέα με τη δημιουργία των θεσμών του γενικού δημόσιου κατηγόρου και βοηθού δημόσιου κατηγόρου και την ανάληψη εκ μέρους τους, της ευθύνης του διωκτικού ρόλου και εν γένει όλων των ποινικής φύσεως αρμοδιοτήτων. Ο γενικός εισαγγελέας και ο βοηθός εισαγγελέας, με βάση τα προτεινόμενα νομοσχέδια, θα περιοριστούν στον ρόλο του νομικού συμβούλου της Δημοκρατίας και της εκτελεστικής εξουσίας. Περαιτέρω, ενώ σήμερα ο γενικός εισαγγελέας και ο βοηθός γενικός εισαγγελέας υπηρετούν μέχρι τη συμπλήρωση του 68ου έτους της ηλικίας τους, ως και οι δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις η θητεία θα είναι οκταετής χωρίς δικαίωμα ανανέωσης, εκτός αν στο μεταξύ συμπληρωθεί το 68ο έτος της ηλικίας, οπότε και ο αξιωματούχος θα αφυπηρετεί.

Παρά τις σχετικές συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της GRECO δεν είναι καθόλου εμφανές γιατί ο σημερινός διττός ρόλος του γενικού εισαγγελέα δημιουργεί ζητήματα ανεξαρτησίας ή αυτονομίας. Δεν είναι καθόλου εμφανές γιατί η προτεινόμενη μεταρρύθμιση θα ενισχύσει είτε την ανεξαρτησία είτε την αυτονομία των θεσμών, οι οποίες είναι ήδη συνταγματικά κατοχυρωμένες. Η πρωτοβουλία περισσότερο κατατείνει στην αποψίλωση του ρόλου ενός κεντρικού αξιωματούχου. Οι σοβαρές μεταρρυθμίσεις, όμως, δεν πρέπει να απορρέουν είτε από το τι επιτάσσει η επικοινωνία, είτε η κατ’ επίφαση ανάγκη εκσυγχρονισμού. Ο εκσυγχρονισμός είναι πάντοτε στόχος ή θα έπρεπε να είναι, αλλά ως θέμα ουσίας και όχι εικόνας.

Σημειώνεται πως η πρώτη παράγραφος του άρθρου 112 του συντάγματος, εξαιρουμένων των εκεί αναφερόμενων προσόντων, αποτελεί θεμελιώδες άρθρο του συντάγματος και δεν υπόκειται σε τροποποίηση. Προβλέπει τα εξής:

«Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζουσιν από κοινού δύο εκ των κεκτημένων τα προσόντα του διορισμού ως δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρόσωπα ως γενικόν εισαγγελέα της Δημοκρατίας και βοηθόν γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας, τηρουμένων δεν θα ανήκωσιν εις την αυτήν κοινότητα».

Προκύπτει το ενδιαφέρον νομικό ζήτημα του κατά πόσο η θεμελιώδης αυτή διάταξη αφορά και σε αυτή καθ’ εαυτή την έκταση της αρμοδιότητας του γενικού εισαγγελέα και του βοηθού γενικού εισαγγελέα. Αν και οι επιμέρους αρμοδιότητες αυτών, δηλαδή αφενός του νομικού συμβούλου και αφετέρου του δημόσιου κατηγόρου, προβλέπονται στο άρθρο 113 του συντάγματος, που δεν εντάσσεται στα θεμελιώδη άρθρα και άρα δύναται να τροποποιηθεί, εντούτοις προκύπτει εύλογα το ερώτημα του κατά πόσο η χρήση των εννοιών «γενικός εισαγγελέας» και «βοηθός γενικού εισαγγελέα» στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 112 είναι κενές περιεχομένου ως προς τα καθήκοντα και αρμοδιότητές τους. Θα μπορούσε δηλαδή με τροποποίηση μη θεμελιωδών άρθρων του συντάγματος να αφαιρεθούν από τον γενικό εισαγγελέα ακόμα και όλες του οι αρμοδιότητες; Ο όρος «εισαγγελέας» στη νέα ελληνική σημαίνει ο επιφορτισμένος με το καθήκον καταχώρισης ποινικών διώξεων. Το ζήτημα αυτό είναι κρίσιμο από τη νομική σκοπιά και ενδεχομένως να δημιουργήσει προβλήματα στην επιδιωκόμενη τροποποίηση.

Η ευρύτερη αμφισβήτηση των θεσμών και των αξιωματούχων μπορεί να είναι μεν σε κάποια έκταση δικαιολογημένη, όμως η συνεχής προσπάθεια να τεθούν περιορισμοί ή συστήματα ελέγχων στις αρμοδιότητές τους, μπορεί να αποτελεί μόνο το Plan B για μια σύγχρονη κοινωνία. Διότι το Plan A, θα έπρεπε να ήταν ο σχεδιασμός των θεσμών, με δεδομένο ή με την ενεργή επιδίωξη και απαίτηση ότι θα στελεχώνονται από άτομα αντάξια του ρόλου και όχι με δεδομένη την επιφύλαξη για την ποιότητα του αξιωματούχου. Ο απλός κοινωνός δεν είναι καθόλου άμοιρος ευθυνών αν αυτό δεν θα επιτευχθεί, διότι αυτός έχει, με την ψήφο του, τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση