
Πενήντα ένα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, το κυπριακό πρόβλημα μοιάζει λιγότερο με μία ανοιχτή πληγή και περισσότερο με ένα κρυφό, εσωτερικό μούδιασμα. Στα βαθύτερα στρώματα του συνειδητού, κάποιων εξ ημών, φωλιάζει ένα ζήτημα που ούτε επιλύεται ούτε λησμονείται, αλλά απλώς διαιωνίζεται.
Η 20ή Ιουλίου καθαγιάστηκε στο συλλογικό γίγνεσθαι ως ημέρα μνήμης. Το σύνθημα «Δεν Ξεχνώ» επαναλαμβάνεται σχεδόν τελετουργικά, σαν να αρκεί από μόνο του για να νοηματοδοτήσει τη συλλογική μας στάση. Μα η αλήθεια είναι πικρή: το «Δεν Ξεχνώ» έγινε σταδιακά το άλλοθι της αδράνειας, το εμβληματικό σύνθημα ενός πολιτικού αυτοματισμού που έχει μετατραπεί σε υποκατάστατο στρατηγικής.
Δεν ξεχνούμε, αλλά ούτε προχωρούμε. Δεν ξεχνούμε, αλλά αρνούμαστε να δούμε κατάματα τη νέα πραγματικότητα: την παγίωση των τετελεσμένων, τη μετατροπή της κατοχής σε κανονικότητα, τη γεωπολιτική ενσωμάτωση του βόρειου τμήματος της Κύπρου στην Τουρκία, και, κυρίως, την ασάλευτη και αδυσώπητη ταχύτητα του χρόνου που μας προσπερνάει.
Η νέα γενιά, αυτή που δεν γνώρισε ποτέ την ενιαία Κύπρο, έχει κουραστεί από την υποκρισία, τον φτηνό πατριωτισμό, τα «θα» και τα «αν» των μεγαλύτερων. Δεν αναζητούμε βέβαια την «όποια λύση» με το «όποιο κόστος», αλλά απαιτούμε επιτέλους έντιμη πολιτική. Πρέπει να ειπωθεί η αλήθεια στον λαό, έτσι ώστε ο λαός να αντιληφθεί ποιο είναι το πολιτικό κόστος που συνεπάγεται με την επανένωση ή τη διχοτόμηση. Όλα αυτά, απαιτούν ένα κοινό συστατικό: Να δοθεί προτεραιότητα στο μέλλον και όχι στην ανακύκλωση της μνήμης.
Παρόλα αυτά, συνεχίζουμε να επενδύουμε στη δύναμη των ρητορικών μας αναφορών, στην ηθική μας υπεροχή, και στην ψευδαίσθηση ότι ο χρόνος λειτουργεί υπέρ μας. Μια ολόκληρη πολιτική τάξη και ευρύτερα ένα μεγάλο μέρος της κυπριακής κοινωνίας μοιάζει να έχει πειστεί ότι η μη λύση είναι λιγότερο επικίνδυνη από τη λύση. Οι μετρήσεις της κοινής γνώμης διαμορφώνουν ουσιαστικά και την πολιτική γραμμή της εκάστοτε ηγεσίας η οποία, ανταποκρινόμενη στο λαϊκό αίσθημα, κερδίζει χρόνο.
Ο χρόνος, όμως, μας έχει προσπεράσει. Η λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, όπως περιγράφεται στα σχετικά ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, δεν αποτελεί πλέον κοινό σημείο αναφοράς μεταξύ των δύο πλευρών, σύμφωνα με την προσωπική απεσταλμένη του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Το επόμενο, και κατά τη γνώμη μου, τελευταίο σημείο καμπής θα είναι η μέρα των αποτελεσμάτων των «εκλογών» στα κατεχόμενα. Μία νέα πραγματικότητα στην τουρκοκυπριακή πλευρά μπορεί να αποτελέσει την τελευταία ευκαιρία για ειρηνική επανένωση του τόπου μας. Αν αποτύχουμε, ή αν επιλέξουμε να αποτύχουμε, το αποτέλεσμα δεν θα είναι η απλή διαιώνιση της σημερινής κατάστασης. Θα είναι η πλήρης οριστικοποίηση της διχοτόμησης. Δύο πραγματικότητες, δύο κοινωνίες, δύο κράτη.
Μπορούμε, άραγε, να συνεχίσουμε να πορευόμαστε όπως μέχρι σήμερα; Να αντιμετωπίζουμε κάθε πρωτοβουλία για λύση με καχυποψία, κάθε πρόταση με φόβο, και κάθε διαπραγμάτευση ως παγίδα; Μας παίρνει, αλήθεια, να επαναλάβουμε το ίδιο μοτίβο άρνησης, δισταγμού και αναβολής; Όχι, επειδή αν συνεχίσουμε να ξορκίζουμε την πολιτική ισότητα, δηλαδή την ουσία της ομοσπονδιακής λύσης, δεν θα καταφέρουμε να διαφυλάξουμε την Κυπριακή Δημοκρατία. Η Ιστορία δεν μας περιμένει.
Η Ιστορία δεν μας οφείλει τίποτα. Αντιθέτως, εμείς οφείλουμε να απαντήσουμε στο θεμελιώδες ερώτημα: Θέλουμε λύση; Αν ναι, είναι καιρός να αποδεχθούμε τη μόνη ρεαλιστική βάση για αυτήν: Τη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, όπως την εννοεί ο ΟΗΕ και όχι όπως την εκφυλίζει η εσωτερική μας συζήτηση. Αν συνεχίσουμε να τιμούμε την επέτειο της εισβολής με στείρες τελετές και φράσεις κενές περιεχομένου, αν συνεχίσουμε να μην ξεχνούμε αλλά και να μην πράττουμε, τότε το μόνο που θα απομείνει από το «Δεν Ξεχνώ» θα είναι το μνημείο της εθνικής μας αυταπάτης.
Ο κ. Χριστόφορος Τριανταφύλλου είναι γραμματέας Κυπριακού και Δικοινοτικών Σχέσεων της ΝΕΔΗΣΥ, μέλος της Δικοινοτικής Τεχνικής Επιτροπής για Θέματα Νεολαίας.