Η επάνοδος του Ντόναλντ Τραμπ στην αμερικανική ηγεσία ακολουθήθηκε από τις προσπάθειές του για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας για τον τερματισμό του πολέμου. Η τελευταία πρόταση που βρισκόταν στο τραπέζι, μέχρι και την αποχώρηση των ΗΠΑ από τον ρόλο του διαμεσολαβητή, περιλαμβάνει την de facto συνέχιση της κατοχής των ουκρανικών εδαφών που βρίσκονται υπό τον ρωσικό έλεγχο και την de jure και άρα επίσημη αναγνώριση της Κριμαίας ως ρωσικού εδάφους. Στο δεύτερο σημείο και στην αναγνώριση της Κριμαίας έγκειται και ένας σημαντικός κίνδυνος για το κυπριακό πρόβλημα.
Με το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη δημιουργία ενός σώματος αποφάσεων και συνθηκών, με πιο σημαντικό τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, που συντελούν αυτό που ονομάζουμε σήμερα Διεθνές Δίκαιο, η προστασία της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας των κρατών μελών του ΟΗΕ αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς πυλώνες αυτού του νομικού οικοδομήματος. Εξίσου σημαντικό, το οποίο απορρέει από αυτό τον πυλώνα, είναι και η μη αναγνώριση διασπάσεων από κυρίαρχα κράτη με εξαίρεση ελάχιστες περιπτώσεις όπως αυτή του Μπαγκλαντές το 1972 μετά από τη γενοκτονία του 1971. Μια άλλη περίπτωση ήταν και η αναγνώριση του Κοσόβου, πάλι στο πλαίσιο ανθρωπιστικών επιχειρημάτων για την αποφυγή εγκλημάτων πολέμου. Η μεγάλη μάζα των περιπτώσεων που έχουμε τέτοιες διασπάσεις είναι αποτέλεσμα στρατιωτικών επεμβάσεων ή εμφύλιων συρράξεων και οι οποίες δεν έλαβαν νομιμοποίηση από τη διεθνή κοινότητα. Σε αυτή την κατηγορία βρίσκεται και το Κυπριακό, με την «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» να μην αναγνωρίζεται διεθνώς ως κυρίαρχο κράτος γιατί είναι αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής και κατοχής.
Μια τυχόν επίλυση του Ουκρανικού με αναγνώριση της Κριμαίας ως ρωσικού εδάφους, η οποία προσαρτήθηκε παράνομα το 2014 από τη Ρωσία μετά από στρατιωτική επιχείρηση, θα άνοιγε την κερκόπορτα και για άλλες περιπτώσεις όπως αυτή της «ΤΔΒΚ». Με δεδομένο ότι η παρούσα αμερικανική κυβέρνηση δεν έχει διάθεση να διατηρήσει το παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό σύστημα που η ίδια δημιούργησε μαζί με τους συμμάχους της μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν θα έχει διάθεση να διατηρήσει και τους κανόνες του. Πάρα την αποχώρησή τους από τη διαμεσολάβηση προς το παρόν, η συναίνεσή τους σε μια τέτοια πρόταση δείχνει και τους κινδύνους που ελλοχεύουν για το Κυπριακό ειδικότερα και για το Διεθνές Δίκαιο γενικότερα.
Η άποψη του γραφόντος είναι ότι η κυπριακή ηγεσία οφείλει να παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις. Το Διεθνές Δίκαιο μπορεί όπως γνωρίζουμε πολύ καλά στην Κύπρο να έχει μειωμένη εφαρμογή, παράλληλα, όμως, αποτελεί και το κυριότερό μας όπλο από το 1974 και εντεύθεν, γιατί καλώς ή κακώς αποτελεί τη βάση στην οποία συζητούμε για επίλυση του προβλήματος.
Με αυτό το δεδομένο, όσες πολιτικές δυνάμεις οραματίζονται ανεδαφικές λύσεις όπως αυτή του «ενιαίου κράτους» ή έχουν την πεποίθηση πως τα ισοζύγια δυνάμεων στην περιοχή μας θα αλλάξουν και θα ξαναμπεί η στρατιωτική λύση στο τραπέζι, καλό θα ήταν να δουν τις συμφωνίες που έχει κλείσει την περασμένη εβδομάδα η κατά τα άλλα σύμμαχός τους Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι με την κυβέρνηση Ερντογάν για συμπαραγωγή οπλικών συστημάτων. Εν κατακλείδι, οφείλουμε ως Κύπρος να διαβάσουμε την απειλή που προέρχεται από το Ουκρανικό, αλλά και την ευκαιρία που μας δίνουν οι ανακατατάξεις στην ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια. Δυστυχώς, θα έχουμε μια νέα κούρσα εξοπλισμών παγκόσμια αλλά και στην Ευρώπη. Σε αυτή την κούρσα η Ε.Ε. θέλει την Τουρκία μαζί της όπως δείχνουν και οι συμφωνίες Ιταλίας-Τουρκίας. Μια λύση του Κυπριακού θα εξομάλυνε αυτή τη διαδικασία. Η κινητικότητα που έχουμε το τελευταίο διάστημα δεν βρίσκεται έξω από αυτά τα πλαίσια. Για να βρεθεί όμως λύση θα πρέπει η ηγεσία μας αλλά και η κοινωνία να αντιληφθούν τις αλλαγές των καιρών, αλλά και το ότι το πλαίσιο στο οποίο συζητούμε θα γίνει πολύ χειρότερο, εάν δεν εκμεταλλευτούμε τις ευκαιρίες που θα έχουμε ενώπιόν μας για να λύσουμε το Κυπριακό με μόνη εφικτή λύση –πέραν από αυτή της οριστικής διχοτόμησης– τη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα στη βάση των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Ο κ. Αλέξανδρος Ζαχαριάδης είναι ερευνητικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κύπρου.