ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Τα 383 είναι περισσότερα από τα 406

Του ΜΙΧΑΛΗ ΠΕΡΣΙΑΝΗ

Το υφυπουργείο Έρευνας, Καινοτομίας και Ψηφιακής Πολιτικής θα στοιχίσει στον Κύπριο φορολογούμενο περισσότερα από 237 εκατ. ευρώ από σήμερα μέχρι το 2025. Για την πενταετία 2020-2025, θα στοιχίσει κάτι παραπάνω από 406 εκατ. ευρώ, με μέσο όρο περίπου 81 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Πρόκειται για 400 από τα πιο καλοξοδεμένα χρήματα του φορολογούμενου, ενώ τα αποτελέσματα είναι ήδη ορατά και η δουλειά που έγινε μέχρι σήμερα πείθει πως ο προγραμματισμός θα συνεχίσει να υλοποιείται χωρίς τις συνήθεις δικαιολογίες και καθυστερήσεις. Μέχρι σήμερα, αποτελεί ένα σημαντικό –και πραγματικό– «success story» με πειστικές υποσχέσεις πως θα συνεχίσει.

Και, κατά πάσα πιθανότητα, θα αποτύχει. Το πρόβλημα με το υφυπουργείο Καινοτομίας δεν έχει να κάνει με τα παραδοτέα του ή τη δική του απόδοση. Μέσα στο 2023, το Δημόσιο θα δαπανήσει 67 εκατ. ευρώ για έξοδα γραφείου και αναλώσιμα, χωρίς να υπολογίζονται οι εξοπλισμοί (π.χ. εκτυπωτές), οι συντηρήσεις και το κόστος αποστολής εγγράφων και ταχυδρομικών τελών. Την πενταετία 2020-2025, το συγκεκριμένο κόστος θα ξεπεράσει τα 383 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων σχεδόν 60 εκατ. θα αφορούν σε αναλώσιμα.

Εν όψει του Προϋπολογισμού για το 2023, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο εισηγήθηκε τις αρχές Οκτωβρίου, τόσο στην εκτελεστική, όσο και στη νομοθετική εξουσία, να εξετάσουν το ενδεχόμενο οριζόντιας μείωσης σε ορισμένες κατηγορίες δαπανών (π.χ. την αγορά χάρτου, τα εκτυπωτικά, τα ταχυδρομικά τέλη, τα φωτοτυπικά κ.ά.). Μια δειγματοληπτική ανάλυση κατέδειξε πως, ενώ τα μεγάλα κυβερνητικά τμήματα και οι κεντρικές διευθύνσεις ήταν συγκρατημένες στα συγκεκριμένα κόστη, μικρότερα τμήματα καταγράφουν μεγάλες αυξήσεις, που πολύ συχνά ξεπερνούν το 100% (και κάποτε το 200%) για το 2023 σε σχέση με το 2022, χωρίς ανάλογες αλλαγές στον όγκο εργασίας, που να τις δικαιολογούν.

Το ζήτημα που προκύπτει είναι διττό. Αφενός, παρατηρείται το φαινόμενο «φουσκώματος» συγκεκριμένων κατηγοριών του προϋπολογισμού με σκοπό να δημιουργηθεί το απαιτούμενο λίπος στις δαπάνες «μήπως τα χρειαστούμε» γι’ άλλους σκοπούς. Αυτή είναι μια καλά γνωστή πρακτική, η οποία, όμως, συντηρεί τη σπατάλη και μάλιστα με τρόπο που δίνει την παραπλανητική εντύπωση συνετών προϋπολογισμών.

Αφετέρου, όμως, η χαλαρότητα στις συγκεκριμένες κατηγορίες δαπανών αφαιρεί κάθε πίεση γι’ αναζήτηση καλύτερων τρόπων λειτουργίας. Η εξήγηση που δίνεται για τις αυξήσεις στις συγκεκριμένες δαπάνες, είναι πως αυτές βασίζονται στις εκτιμώμενες ανάγκες. Οι εκτιμώμενες ανάγκες, όμως, με τη σειρά τους βασίζονται σε μοντέλα λειτουργίας που είναι, επιεικώς, απηρχαιωμένα. Αυτή η δικαιολογία αφαιρεί την κάθε πίεση που μπορεί να προκύψει για τα διευθυντικά στελέχη των τμημάτων και υπηρεσιών, για να αναθεωρήσουν τον τρόπο συνήθους λειτουργίας τους και το διοικητικό τους ύφος. Αν δεν έχουν στη διάθεσή τους τα κονδύλια που χρειάζονται, π.χ. για αναλώσιμα και αγορά χαρτιού, θα αναγκαστούν να υιοθετήσουν πιο ευρέως, και να αξιοποιήσουν πιο πλήρως, τις ευκαιρίες που δημιουργεί το υφυπουργείο Καινοτομίας.

Τα ποσά που προκύπτουν δεν είναι, δημοσιονομικά μιλώντας, σημαντικά και δεν θα αλλάξουν την ευρύτερη δημοσιονομική εικόνα της χώρας, εκ πρώτης όψεως. Το ζητούμενο όμως, δεν είναι απλώς να μειωθούν οι δαπάνες, αλλά να αυξηθεί η παραγωγικότητα της δημόσιας μηχανής. Έτσι, υφίσταται το παράδοξο, ότι μια σοβαρή μεταρρύθμιση –η αναθεώρηση εσωτερικών διαδικασιών– μπορεί να γίνει, όχι με νέες δαπάνες, αλλά με μείωση των υφιστάμενων.

Αποτέλεσμα θα είναι η δημιουργία ενός ισχυρού κινήτρου για απλοποίηση των διαδικασιών, όχι από κάποια κεντρική αρχή αλλά από τα ίδια τα επί μέρους τμήματα και υπηρεσίες, που σήμερα δεν έχουν κανένα λόγο να αναζητήσουν τη σημαντική αλλά άβολη αναθεώρηση του διοικητικού τους μοντέλου.

Αντίθετα, μια μείωση στις συγκεκριμένες δαπάνες (αγορά εκτυπωτών, αναλώσιμα εκτυπωτή, αγορά χάρτου, ταχυδρομικά τέλη κ.λπ.) κατά 10%, όπως εισηγήθηκε το Δημοσιονομικό Συμβούλιο για το 2023 παρά τα υφιστάμενα επίπεδα του πληθωρισμού, θα αποτελούσε μια κίνηση που ως προς το αποτέλεσμά της, ισοδυναμεί με μεταρρύθμιση καθώς διευθυντικά στελέχη θα αναγκάζονταν να υποβάλουν προτάσεις για αλλαγές στις διαδικασίες τους με στόχο την αποκεντρωμένη μείωση της σπάταλης συνήθειας για αλόγιστο τύπωμα και πολλαπλές αποστολές εγγράφων.

Η σπάταλη αυτή συνήθεια τροφοδοτεί, πάνω απ’ όλα, την περιπλοκότητα των διαδικασιών, την καθυστέρηση στην ολοκλήρωσή τους, τη φτωχότερη εξυπηρέτηση του πολίτη και την απασχόληση υπαλλήλων του δημοσίου με εργασίες χωρίς ουσία ή απτό σκοπό, πέρα από τη διαχείριση «της κόλλας» που διακινείται σε μεγάλους όγκους μέσα στην κρατική μηχανή. Η κάθε εκτύπωση συνεπάγεται φύλαξη, έλεγχο, σφραγίδα, αποστολή, μεταφορά και γενικά διαχείριση.

Σημειώνεται, μάλιστα, πως το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο προβλέπει αύξηση των δαπανών για αναλώσιμα γραφείου κατά 51,4% στην πενταετία 2020-2025, με τις συνολικές λειτουργικές δαπάνες γραφείων ν’ αυξάνονται την ίδια περίοδο κατά 46,6%. Οι αυξήσεις αυτές συνεπάγονται, και αυτό είναι το χειρότερο, επιδείνωση της γραφειοκρατίας με αρνητικό αντίκτυπο στον έλεγχο, τη διαφάνεια και την ταχύτητα εξυπηρέτησης των αναγκών της κοινωνίας. Αποτελεί, επίσης, τροχοπέδη για την επιτυχή υιοθέτηση των παραδοτέων του υφυπουργείου Έρευνας, Καινοτομίας και Ψηφιακής Πολιτικής, ενώ περιβαλλοντικά είναι επίσης μια ανεύθυνη πρακτική, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τις άλλες προσπάθειες που καταβάλλονται.

Ο κ. Μιχάλης Περσιάνης είναι πρόεδρος του Δημοσιονομικού Συμβουλίου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση