
Μας μεγάλωσαν με την ιδέα ότι είμαστε πρόσφυγες. Τότε δεν καταλαβαίναμε τη διαβάθμιση του εσωτερικά εκτοπισμένου από την προσφυγιά. Το ’74 ο πατέρας μου ήταν 17. Θα καταταγόταν στην (αντισυνταγματική) Εθνική Φρουρά για να υπηρετήσει τη θητεία του. Αντί αυτού, έπαθε κατάθλιψη και νευρική ανορεξία. Κάποτε ήταν τόσο αδύναμος που δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί. Το τραύμα της εισβολής και του εκτοπισμού, του οποίου το παραπάνω αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα, παραμένει, 51 χρόνια μετά, τεράστιο. Και τα μέσα διαχείρισής του τότε ήταν ελάχιστα. Ακόμα και σήμερα, μεταφέρουμε ταμπού που δεν καταφέραμε να σπάσου(με)ν. Γι’ αυτό βλέπουμε παιδιά που δεν έζησαν τις φασαρίες, το πραξικόπημα, την εισβολή (τον πόλεμο δηλαδή) να συμπεριφέρονται, να γράφουν και να μιλούν ωσάν να έχουν ίδιες εμπειρίες από εκείνο το μαύρο καλοκαίρι.
Η Αμμόχωστος αποτελεί ταμπού από μόνη της. Ο συναισθηματισμός και η εξιδανίκευση που αναπτύχθηκαν γύρω της δεν χωρούν σε 500 λέξεις. Η μη διαχείριση του τραύματος μετέφερε συνέπειες και στη δική μας γενιά (συνειδητά, στις κόρες μου δεν βάζω αυτή την πίεση να δηλώνουν Βαρωσιώτισσες, ούτε τις δήλωσα στο κράτος ως εκτοπισμένες, γιατί όλο αυτό καταντά κοροϊδία).
Ο κόσμος του Βαρωσιού μιλούσε για τις ομορφότερες παραλίες, την τέλεια πόλη που ήταν μπροστά από την εποχή της. Και μπορεί σε αυτό να υπάρχει μια (αρκετή) δόση αλήθειας. Μια αναδρομή σε φωτογραφίες της δεκαετίας του ’60 κυρίως, είναι ενδεικτική της κουλτούρας και της πολιτιστικής δραστηριότητας που φιλοξενούσε το Βαρώσι.
Υπάρχουν πολλά όμως που έμεναν κρυμμένα κάτω από το χαλί. Το πώς διχάστηκε η Αμμόχωστος μετά το 1963, με τους Τουρκοκύπριους να κλείνονται σταδιακά στην εντός των τειχών πόλη. Το ότι ο εθνικισμός της γριβικής νεολαίας που αποζητούσε ακόμα και μετά την ανεξαρτησία «ένωση» είχε εδραιωθεί. Και αν σε αυτά το ’74 έβαλε ένα απότομο και –κατά τα φαινόμενα– οριστικό και τραγικό τέλος, υπάρχει και η περιβαλλοντική πτυχή.
Η Αμμόχωστος ήταν μπροστά από την εποχή της… Αυτό δεν είναι απαραίτητα μόνο καλό… Διότι το ξεχαρβάλωμα της ακτογραμμής αποτελεί αρνητικότατο προηγούμενο για όλη την Κύπρο. «Ήταν τα ξενοδοχεία μας πάσ’ στο κύμμαν»… Είναι καιρός να παραδεχτούμε ότι τα ξενοδοχεία «πάσ’ στο κύμμαν» δεν είναι κάτι το οποίο πρέπει να παινευόμαστε. Ούτε το μπάζωμα των ποταμών για να χτίζονται σπίτια…
Όταν, λοιπόν, με ρωτούν αν θα πήγαινα πίσω, η απάντηση μου δεν είναι απλώς «ναι» ή «όχι», ούτε με ενδιαφέρει αν αυτή η επιστροφή θα γίνει υπό ελληνοκυπριακή ή τουρκοκυπριακή διοίκηση. Αν θέλουμε να επιστρέψουμε και να επιβιώσουμε, κι εμείς και το Βαρώσι, πρέπει να αποδεχτούμε ότι δεν «θα την περπατήσουμε όπως ήταν». Η Αμμόχωστος χρειάζεται πλήρη ανοικοδόμηση, από τον Άγιο Μέμνωνα μέχρι τη Σαλαμίνα. Να καθαρίσει η ακτογραμμή και να βγει ένα πολεοδομικό σχέδιο που να λαμβάνει υπόψη την κλιματική κρίση. Με σωστό όραμα, επιστημοσύνη και απαραίτητους συμβιβασμούς, η περίκλειστη πόλη μπορεί να μετατραπεί από κρανίου τόπο σε μια πραγματική πόλη-πρότυπο για το μέλλον της Κύπρου.
Διαφορετικά, ακόμα και στο πιο απομακρυσμένο από ποτέ σενάριο που υπάρχει λύση, και έστω ότι προλαβαίνουμε να επιστρέψουμε, τα παιδιά μας –δεύτερης ή τρίτης γενιάς εκτοπισμένα– θα γίνουν οι κλιματικοί πρόσφυγες του 2050 ή 2060.
Ο Ανδρέας Ριρής είναι εκ πατρός Αμμοχωστιάνος.