Πριν από έναν, περίπου, χρόνο, ο αριστούχος απόφοιτος του Πανεπιστημίου Κύπρου Λάμπρος Διονυσίου εξέπληξε το ακροατήριο και τα ΜΜΕ με την αντισυμβατική ομιλία του, στην τελετή αποφοίτησης της Σχολής του. Ποτέ κανείς δεν είχε μιλήσει με τον δικό του τρόπο, ενώπιον της προέδρου της Βουλής, υπουργών και λοιπών αξιωματούχων. «Ζούμε, δυστυχώς», είπε, «σε μια κοινωνία που βρίσκεται σε παρακμή.
Οι θεσμοί καταρρέουν, οι πολίτες αγανακτούν και η διαφθορά θεριεύει. Ζούμε σε μια χώρα που βλέπουμε το ένα σκάνδαλο μετά το άλλο. Σε μια χώρα που διασύρεται διεθνώς. Ζούμε σε μια χώρα που παρόλα αυτά δεν τιμωρείται κανείς και δεν αλλάζει τίποτα. Ζούμε σε ένα νησί που παραμένει μοιρασμένο με ανοικτές πληγές». Και συνέχισε: «Φεύγω [για τις μεταπτυχιακές μου σπουδές] δίχως να γνωρίζω αν τζιαι πότε θα επιστρέψω πίσω γιατί γνωρίζω ότι αν μείνω στην Κύπρο θα έρθει τζείνη η στιγμή που κάποιος θα θεωρείται καλύτερος όχι λόγω των γνώσεων, των δεξιοτήτων και της εμπειρίας του αλλά λόγω της κομματικής του ταυτότητας και των οικογενειακών του διασυνδέσεων. Φεύγω γιατί τούτη χώρα το μόνο που καταφέρνει διαχρονικά είναι να απογοητεύει και να κόβει τα φτερά των νέων της». Δεν αρκέστηκε, όμως, στην καταγγελτική διαπίστωση. Αυτό τα έκαναν κι άλλοι. Η ίδια η πράξη της ομιλίας του Λάμπρου, σε μια επίσημη τελετή, ήταν πράξη αψήφησης, η οποία συνοδευόταν από μία δέσμευση. Υπογράμμισε την ευθύνη του πολίτη για τα κοινά.
«Έχουμε την ηθική υποχρέωση», είπε, «να αφήσουμε στα παιδιά και τα εγγόνια μας μια Κύπρο καλύτερη απ’ αυτή που παραλάβαμε. Να αφήσουμε μια Κύπρο επανενωμένη, ευημερούσα, τεχνολογικά ανεπτυγμένη, ανεκτική και συμπεριληπτική. Μια Κύπρο για την οποία θα είμαστε περήφανοι. […] Αν δεν αλλάξουμε εμείς τον τόπο μας, ποιος θα το κάμει για εμάς;». Αυτό ακριβώς είναι το ερώτημα: αν δεν αλλάξουμε εμείς τον τόπο μας, ποιος θα το κάνει για εμάς; Αν τα παραδοσιακά κόμματα μπορούσαν να το κάνουν, θα το είχαν ήδη κάνει. Όχι μόνο δεν το έκαναν, αλλά οδήγησαν την Κύπρο στη μεγαλύτερη καταστροφή, μετά το 1974 – τη χρεοκοπία του 2013. Τη χρεοκοπία δεν τη χρεώνεται ένα μόνο κόμμα (μακάρι να ήταν τόσο απλό), αλλά όλα τα κόμματα που άσκησαν εξουσία. Η χρεοκοπία έχει εμβληματική σημασία, στο μέτρο που αντανακλά την ευρύτερη θεσμική παρακμή της χώρας (Χρηματιστήριο, Κυπριακές Αερογραμμές, Μαρί, Συνεργατική, κ.λπ.). Μήπως ισοπεδώνω; Δεν νομίζω. Η αναγνώριση διακομματικών ευθυνών δεν σημαίνει ότι δεν έγιναν και σωστά πράγματα. Η είσοδος στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη λ.χ. επέχει κι αυτή εμβληματική σημασία – συνοψίζει την απαρχή μιας πορείας εκσυγχρονισμού για την Κύπρο. Δεν είναι, όμως, τέτοιες στρατηγικές αποφάσεις που δίνουν τον τόνο στον δημόσιο βίο όπως τον βιώνουμε. Γιατί; Διότι, με την πάροδο του χρόνου, τέτοιες αποφάσεις, αφενός καταλήγουν να θεωρούνται αυτονόητες, αφετέρου ενισχύουν σημαντικά τις προσδοκίες των πολιτών, καταδεικνύοντας έτσι, αργότερα, τη διαχειριστική ανεπάρκεια αυτών που τις έλαβαν. Είναι σαν να έκανες μια καλή επένδυση αλλά αποδεικνύεσαι ανίκανος να τη διαχειριστείς καλά. Να το πω διαφορετικά: και η Μάλτα και η Βουλγαρία και η Ρουμανία έγιναν μέλη της Ε.Ε. αλλά είναι πρωταθλήτριες στη διαφθορά στην Ε.Ε.
Ο λόγος; Οι μακροχρόνιοι εθισμοί (π.χ. πελατειακή κομματοκρατία, αναξιοκρατία) είναι αυτοί που δημιουργούν θεσμική κουλτούρα σε μια χώρα, όχι μεμονωμένες αποφάσεις, όσο σημαντικές κι αν είναι. Ιδού η μέχρι τώρα ανεπίλυτη αντίφαση: οι υψηλές προσδοκίες για μια ευρωπαϊκή Κύπρο διαψεύδονται σε επίπεδο πολιτικής διαχείρισης από αυτούς που εμφανίζονται υποστηρικτές της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας. Γιατί; Διότι, μεταξύ του «αποφασίζω» και του «αλλάζω», μεσολαβεί το «θέλω-και-μπορώ». Αν όμως έχω εθισθεί στον πελατειασμό και την αναξιοκρατία, τι κάνω; Υποκρίνομαι. Λέω ότι τα πολεμώ, αλλά τα αναπαράγω. Λέω ότι θέλω έναν υγιή δημόσιο βίο, σαν αυτόν που έχουν οι θεσμικά καλύτεροι εταίροι μας, αλλά στην πράξη τον ακυρώνω. Συχνά, μάλιστα, ανεπίγνωστα! (άλλωστε αυτή είναι η ουσία του εθισμού). Η αντίφαση αυτή δεν αίρεται από τα παραδοσιακά κόμματα. Όπως στον επιχειρηματικό τομέα, οι incumbents απειλούνται μόνο από τα start ups. Η ριζική καινοτομία είναι αυτή που επιφέρει τομές.
Στο «Άλμα» διακρίνω την πρώτη ρεαλιστική προσπάθεια να αναιρεθεί η αντίφαση αυτή. Είναι μια φρέσκια απάντηση στο ερώτημα του Λάμπρου: αν δεν αλλάξουμε εμείς τον τόπο μας, ποιος θα το κάμει για εμάς; Το θέμα δεν είναι να καταγγείλουμε, ξανά, τη θεσμική παρακμή, αλλά να κάνουμε κάτι γι’ αυτή – να αλλάξουμε τη χώρα. Το πολιτικό κατεστημένο διαιωνίζει την παρουσία του όσο οι πολίτες είναι απελπισμένοι, ιδιωτικοποιημένοι και ανοργάνωτοι. Η αρχή κάθε διαδικασίας αλλαγής είναι η ελπίδα και η αυτοπεποίθηση: να πιστέψουν οι πολίτες ότι μια άλλη Κύπρος είναι εφικτή. Συνυπέγραψα το Κάλεσμα Συμπόρευσης του «Άλματος» για να δηλώσω ότι η παρακμή δεν είναι η μοίρα μας. Η πολιτική αλλαγή εξαρτάται από το πόσο ενεργοί πολίτες είμαστε. Εκτιμώ τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη για τον ίδιο λόγο που τον εκτιμά η πλειονότητα της κοινής γνώμης: υπήρξε ο ακέραιος και ακούραστος μαχητής κατά της διαφθοράς.
Όρθωσε «ανάρμοστα» το ανάστημά του, και το πλήρωσε, εκεί που άλλοι θα σιωπούσαν, είτε από δειλία, είτε από ιδιοτέλεια. Είμαι βέβαιος ότι με το όραμά του για την αναθέσμιση της χώρας συμφωνεί η πλειονότητα της κοινωνίας. Το γεγονός ότι αυτό το όραμα εκφράζεται από αυτόν συγκεκριμένα, προσδίδει δυναμική και αξιοπιστία στο εγχείρημα. Η αμφισβήτηση του χαρακτήρα του από την ανώτατη δικαστική απόφαση για την απόλυσή του είναι τόσο πιστευτή από την κοινή γνώμη όσο πιστευτή είναι η επίσημη εξήγηση για την ποινική δίωξη του δημάρχου Κων/πολης Ιμάμογλου στην Τουρκία ή την απόλυση της Κοβέσι από τη θέση της επικεφαλής κατά της διαφθοράς στη Ρουμανία. Το βαθύ κράτος, όταν απειλείται αντιδρά. Για όσους θέλουν να αποφύγουν τους Κύκλωπες των κομμάτων του πελατειακού κράτους, χωρίς να παραδοθούν στις Σειρήνες του μισαλλόδοξου εθνικολαϊκισμού ή της απολιτίκ διαμαρτυρίας, το «Άλμα» του Οδυσσέα μπορεί να παράσχει μια ρεαλιστική εναλλακτική.
Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και αντεπιστέλλον Μέλος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών. www.htsoukas.com