
Η βία και η παραβατικότητα στα σχολεία δεν είναι πια η εξαίρεση. Είναι το ανησυχητικό ‘νέο φυσιολογικό’. Κάποιος θα φωνάξει, κάποιος άλλος θα χλευάσει, θα εκφοβίσει ή θα τραβήξει ένα βίντεο ‘για να γελάσουν’. Πίσω από κάθε τέτοιο περιστατικό, κρύβεται μια κραυγή για προσοχή ή για βοήθεια.
Ως εκπαιδευτικός δεν μπορώ πια να δω αυτά τα παιδιά ως ‘παραβάτες’. Τα βλέπω πρώτα ως νέους ανθρώπους που πονούν, που κουβαλούν βάρη, που μεγαλώνουν σε μια κοινωνία γεμάτη πίεση και αντίφαση. Δεν ψάχνουν πάντα να προκαλέσουν – συχνά απλώς δεν ξέρουν πώς αλλιώς να εκφραστούν.
Και η αλήθεια είναι πως ούτε εμείς οι εκπαιδευτικοί είμαστε πάντα έτοιμοι. Δεν εκπαιδευτήκαμε να είμαστε ψυχολόγοι, ούτε να διαχειριζόμαστε καθημερινά κρίσεις. Όμως, το κάνουμε. Όχι γιατί είναι εύκολο, αλλά γιατί ξέρουμε πόσο ανάγκη έχουν αυτά τα παιδιά κάποιο που θα τα δει, θα τα ακούσει και θα τους βάλει όρια με αγάπη.
Η λύση, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι ούτε η ποινή, ούτε η αδιαφορία. Χρειαζόμαστε πραγματική στήριξη από την πολιτεία, από τις οικογένειες, από την κοινωνία. Θέλουμε περισσότερους ειδικούς στα σχολεία, λιγότερη γραφειοκρατία, περισσότερο χρόνο να μιλήσουμε με τα παιδιά – όχι μόνο για τη διδακτέα ύλη.
Γιατί το σχολείο δεν είναι απλώς ένας χώρος μάθησης. Είναι ένας καθρέφτης της κοινωνίας μας. Και αν ο καθρέφτης ραγίζει καθημερινά από βία και σιωπή, τότε όλοι οφείλουμε να κοιτάξουμε μέσα του και να αναλάβουμε την ευθύνη μας.
Δεν το λέω από απαισιοδοξία. Το λέω από αγάπη. Γιατί, παρά τα δύσκολα, συνεχίζω να πιστεύω πως κάθε παιδί έχει μέσα του κάτι καλό. Και πως, αν όλοι μας κάνουμε ένα βήμα πιο κοντά – με κατανόηση και θάρρος – μπορούμε να αλλάξουμε κάτι.
Έστω και λίγο. Έστω και για ένα παιδί τη φορά.
Η κυρία Κυπρούλα Κυπριανού είναι Εκπαιδευτικός.