
Του Μιχάλη Σοφοκλέους
Τον συμβιβασμό στο Κυπριακό, μέσα από ομοσπονδιακή λύση που θα ανατρέπει την ντε φάκτο διχοτόμηση, τον έχουν πολεμήσει πολλοί για δεκαετίες. Κάποιοι αιθεροβάμονες που πίστευαν ότι με τoν μακροχρόνιο η Τουρκία θα αποδυναμωθεί και θα πετύχουμε λύση καλύτερη και από τη Ζυρίχη. Άλλοι, γιατί τασσόμενοι απέναντι στην ομοσπονδία, κάλυπταν τον πραγματικό τους πόθο: να έχουμε ένα κράτος αποκλειστικά δικό μας και ας είναι μισό. Απέναντι στον «βάρβαρο» που λεγόταν ομοσπονδία, κτίστηκαν πολιτικές καριέρες, δημιουργήθηκαν κόμματα, ακούστηκαν χιλιάδες κενά περιεχομένου συνθήματα. Σε μια εσωτερική διεργασία που δεν είχε καμία σχέση με το τι συζητιόταν στο τραπέζι του διαλόγου. Ήταν όμως ικανή να ικανοποιεί τις φιλοδοξίες όσων επιστράτευαν τον φόβο αντί την ελπίδα για να επικρατήσουν. Και τις πλείστες φορές επικράτησαν.
Η νοοτροπία βέβαια ότι ένας συμβιβασμός στο Κυπριακό σημαίνει μόνο να πάρεις χωρίς να δώσεις, ακόμη και αν προσπαθείς να ανατρέψεις τις συνέπειες πολέμου που έχασες, εδραζόταν σε ένα ιδιότυπο δίχτυ ασφαλείας: την ίδια τη διαπραγμάτευση για την ομοσπονδία, που θα απέτρεπε, πίστευαν, τη δημιουργία νέων τετελεσμένων. Και θα συνέχιζε να τροφοδοτεί ευκαιρίες για να καταγράφουν στο εσωτερικό πολιτικούς πόντους.
Σήμερα, 51 χρόνια μετά την εισβολή, αυτές οι προσεγγίσεις φυσιολογικά κατέρρευσαν. Χρόνος ποτέ δεν υπήρχε, η γεωγραφία δεν αλλάζει, η Τουρκία με τα προβλήματα και τις παλινωδίες της παραμένει σοβαρός παράγοντας στην περιοχή. Κρατώντας «παραμάσχαλα» το «Ναι» που είπε το 2004, κυκλοφορεί εν πολλοίς απενοχοποιημένη για το Κυπριακό, παρά το ότι εξακολουθεί να το βρίσκει σε κάποιο βαθμό μπροστά της στις ευρωπαϊκές, περιφερειακές και ενεργειακές τις επιδιώξεις.
Σήμερα όμως συμβαίνει και κάτι πολύ χειρότερο: Με την προοπτική της ομοσπονδιακής λύσης να βρίσκεται πλέον στον αναπνευστήρα, τα νέα τετελεσμένα στα κατεχόμενα να καλπάζουν και τον διάλογο να μην υφίσταται, καταρρέει και η όποια πίστη και αισιοδοξία ότι μπορεί η πατρίδα μας να απαλλαγεί από την κατοχή. Οι κοινωνίες και στις δύο κοινότητες, στην πλειοψηφία τους πλέον χωρίς βιώματα από την Κύπρο ολόκληρη, προχωρούν στο μέλλον χωρίς να έχουν το Κυπριακό στο κάδρο των προτεραιοτήτων τους. Και γιατί να το έχουν άλλωστε, από την ώρα που ούτε ουσιαστικές εξελίξεις υπάρχουν, ούτε οι ηγεσίες μας εκπέμπουν την όποια πειστική αγωνία για το μέλλον της πατρίδας μας;
Πρόσφατα, η κα Ολγκίν είπε ότι «η λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας δεν αποτελεί πλέον κοινό σημείο αναφοράς». Ο ίδιος ο κ. Γκουτέρες, ότι «υπάρχουν πολύ διαφορετικές απόψεις από τις δύο πλευρές σε σχέση με τη λύση του Κυπριακού». Αυτά ισχύουν. Το πρωτόγνωρο, όμως, είναι ότι κανείς τους δεν αναφέρθηκε στην εντολή που έχουν να αναζητήσουν λύση ομοσπονδίας όπως επιτάσσουν τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ούτε στις εκθέσεις του γ.γ. δεν το αναφέρουν αυτό πλέον.
Είναι κοινό μυστικό στους «επαΐοντες», ότι η διεθνής κοινότητα φλερτάρει με μιαν ακαθόριστη ιδέα για έναν διακανονισμό γειτονικής συνύπαρξης, που θα προνοεί όμως τη μία ψήφο στην Ευρώπη. Και θα τους απαλλάσσει από το αγκάθι του Κυπριακού. Κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει τι σημαίνει στην πράξη αυτό, παρά το ότι παραπέμπει σε συνομοσπονδία. Τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης που συζητούνται αντί της λύσης, έχουν πλέον δυσδιάκριτη τη γραμμή μεταξύ πρωτοβουλιών βελτίωσης του κλίματος ή δράσεων που εμπεδώνουν την «καλή γειτονία».
Δεν ξέρω τι άλλο χρειάζεται για να συνειδητοποιήσουμε ότι το φάσμα της διχοτόμησης είναι άμεσα ενώπιόν μας. Ότι η ψευδαίσθηση της συνέχισης της παρούσας κατάστασης δεν είναι ουδετερότητα. Είναι ήττα. Ότι η δική μου γενιά, που ηγείται πλέον του τόπου, κινδυνεύει να παραδώσει την Κύπρο μικρότερη στις επόμενες. Δεν θεωρώ ότι η προοπτική της λύσης του Κυπριακού έχει οριστικά πεθάνει. Το καντήλι όμως σβήνει. Τρέμω στην ιδέα ότι αυτό που πραγματικά θέλουμε είναι να παραχωρήσουμε στην Τουρκία τη μισή μας πατρίδα, για να είμαστε εμείς απ’ εδώ και εκείνοι απ’ εκεί. Δεν διασφαλίζεται έτσι ο Κυπριακός Ελληνισμός, ούτε η επιβίωσή του στο μέλλον. Ακόμη όμως και αν αυτό είναι που θέλουμε, οδηγούμαστε εκεί χωρίς να παίρνουμε τίποτα.
Εάν όμως, από την άλλη, θέλουμε πράγματι να δώσουμε την τελευταία μάχη για ολόκληρη την πατρίδα μας, θα πρέπει να ανασυγκροτηθούμε τώρα. Να ενεργοποιηθούμε στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Να πείσουμε πρώτα τους εαυτούς μας και μετά τους ξένους ότι αξίζει αυτή η προσπάθεια. Γιατί, τη μάχη αυτή, δεν θα τη δώσει κανείς άλλος για λογαριασμό μας. Και είναι, πλέον, η τελευταία της ευκαιρία να δοθεί.
michalis@michalis.com