ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Τα σάντουιτς του μαστρε Λοΐζου

Του Παναγιώτη Καπαρή

Του Παναγιώτη Καπαρή

«Ρε κουμπάρε εμείς θέλουμε το κούτελό μας καθαρό» ήταν η απάντηση του μαστρε Λοΐζου από το Καρπάσι, ο οποίος επιλέγει να πωλεί την μικρή παγωμένη μπουκάλα νερού για 50 σεντ και να προσφέρει «σούπερ» σάντουιτς για τρία μόνο ευρώ. Το αυτοκινούμενο σαντουϊτσάδικο βρίσκεται σε μια γωνιά του Κάβο Γκρέκο, σε ένα παραδεισένιο μέρος, όπου η κολασμένη ακρίβεια, συναγωνίζεται την αισχροκέρδεια.

Ο πονεμένος πρόσφυγας, ο λεβέντης βιοπαλαιστής, με την παραδοσιακή μουστάκα και το ρυτιδωμένο από τον ήλιο πρόσωπο, επιμένει να διαλέγει τα καλύτερα παραδοσιακά υλικά και ψήνει με «κουρμεδίστικη» μαεστρία, τα ταπεινά «σπέσιαλ» σάντουιτς του. Ο άνθρωπος είναι μερακλής στην δουλειά του και όσο και αν ακούγεται παράξενο, γνοιάζεται και για την υγεία των πελατών του. Η τυχαία συνάντηση, το απρόσμενο συμπόσιο, περιελάβανε κουβέντα από καρδιάς και έφερε στο προσκήνιο τα «πάθια και τους καημούς» που δεν έχουν τελειωμό, όπως θα έλεγε και ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

Ο παραδοσιακός «βαρετός άδρωπος» που πόνου και του μόχθου, άρχισε να παλεύει για τον επιούσιο από μικρό παιδί, παραμελώντας υποχρεωτικά τα σχολικά θρανία. Πριν ακόμη «φέξει το φως» της ημέρας, βρισκόταν στα χωράφια και στην θάλασσα, είτε για να μαζέψει καπνό, είτε για να συνάξει τα δίκτυα από την θάλασσα. Αντιθέτως τα πλουσιόπαιδα του χωριού, μελετούσαν και διάβαζαν και σήμερα είναι σπουδαίοι επιστήμονες και επιχειρηματίες. Ωστόσο, ο «αγαθός γίγαντας», στο σώμα και την ψυχή, δεν ζηλεύει ούτε τον πλούτο, ούτε την δόξα τους, αφού απολαμβάνει την ομορφιά της φύσης, την χαρά της δημιουργίας και κυρίως την ευτυχία των παιδιών και των εγγονιών του. Ο δρόμος έχει την δική του ιστορία και «τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου» δεν έχουν τελειωμό, ούτε στους πλούσιους του κόσμου τούτου.

Ο ευγενέστατος, κύριος Γιάννης, με το μπρούντζινο χρώμα ελέω αντηλιακών, απλωμένος στην «ακριβή» παραλία του Πρωταρά, απολάμβανε μόνος του, τις χαρές της ακροθαλασσιάς. Αλλά ο άνθρωπος «ζώον θεούμενον» αναζητά πάντα τον άλλο άνθρωπο, επιζητά την κουβέντα, έχει ανάγκη από ένα λόγο, έστω ενός άγνωστου ανθρώπου. Πασχίζει ο άνθρωπος να καταθέσει τον πόνο και τον καημό του, έστω και αν αυτός κρύβεται πίσω από πλούσια αξεσουάρ και μεγαλόστομες καυχησιολογίες. Η κουβέντα ξεκίνησε με τις επαγγελματικές επιτυχίες, ακολούθησε η καύχηση για τις «κάφτζες» (πολλές γυναίκες) και τα πολλά σπίτια και εξοχικά. Και ανάμεσα στις «βασιλικές» περιγραφές, έρχεται η πραγματικότητα για να γκρεμίσει τα υλικά και ψυχικά παλάτια. Ο άνθρωπος έχασε το παιδί του από μια βαριά ασθένεια, έχασε την χαρά της ζωής του και τώρα αγωνίζεται μέσα από τις «γλυκανάλατες» παραγγελιές των ψυχολόγων και μέσα από το προσωπικό του πείσμα, να πείσει τον εαυτό του και κυρίως την χαροκαμένη γυναίκα του, ότι συνεχίζει να ζει και να παλεύει για το αύριο.

Ένα αύριο το οποίο δεν υπάρχει, όπως ομολογεί σε στιγμές ειλικρίνειας, σε στιγμές όπου ξεχειλίζει ο πόνος και ο καημός.   «Μια αστραπή η ζωή μας… μα προλαβαίνουμε», έγραψε πριν πολλές δεκαετίες ο μέγας αλλά και πολύ πονεμένος Νίκος Καζαντζάκης, ακολουθώντας τους κλασικούς πλέον στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου «δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα, σεργιάνισα ένα πρωινό, κι ώσπου να ‘ρθει το δειλινό από την άλλη βγήκα.» Οι ψυχές και τα κορμιά δεν ειρηνεύουν και δεν χαίρονται, ούτε με τα «ναρκωτικά», ούτε με τον πλούτο, ούτε με την κραιπάλη, ούτε και με τις τεχνολογικές εικονικές φαντασιώσεις.

Τα κορμιά και οι ψυχές αγάλλονται μόνο όταν τα βλέμματα των ανθρώπων διασταυρώνονται, όταν τα λόγια θερμαίνουν τις ψυχές και όταν τα σώματα ενώνονται και μεταρσιώνουν τον έρωτα σε αγάπη. Ένας καλός λόγος, μια όμορφη συνάντηση και ένα γλυκό χαμόγελο, αρκούν για να αναχθεί ο άνθρωπος σε σφαίρες ευτυχίας. Ο σπουδαίος Διονύσης Τσακνής έγραψε και τραγούδησε το μοναδικό: «Ώρες σιωπής και χάνομαι στο άσπρο των ματιών σου / Ας ήτανε να κράταγες στιγμούλα μου στο χρόνο / Μα εμένα τη στιγμούλα μου πίσω ποιος θα μου φέρει / Εγώ ό,τι αγάπησα σε ‘κείνη το χρωστώ...»  Όλα αλλάζουμε και όλα ίδια μένουν, αν δεν τέμνονται και αν δεν ανάγονται στην συνάντηση, στο αντάμωμα, στο άγγιγμα των ψυχών και των σωμάτων.  

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Καπαρή

Παναγιώτης Καπαρής: Τελευταία Ενημέρωση