
Του Παναγιώτη Καπαρή
«Βγάζουν τους σκύλους στους δρόμους, τους πετάσσουν στα χωράφια και μας φυλακίζουν στα σπίτια», ήταν η οργισμένη αντίδραση κοινοτάρχη χωριού της επαρχίας Λευκωσίας, ο οποίος κατήγγειλε την υποκρισία των λεγόμενων φιλόζωων και των λεγόμενων κυνηγών. Έρχονται συνήθως νύκτα και αφήνουν ελεύθερους σκύλους, τους οποίους είτε βαρέθηκαν είτε έχουν προβλήματα. Μένουν τα τετράποδα χωρίς φαγητό και νερό και σε μια-δύο μέρες, μετατρέπονται σε θηρία, έτοιμα να κατασπαράξουν όποιο βρουν μπροστά τους. Και τότε αρχίζουν τα παράπονα, τότε παίρνουν φωτιά τα τηλέφωνα και τότε αρχίζεις να κτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Ο καλός κοινοτάρχης, με προσφορά δεκαετιών, ανέφερε ότι πριν από μερικές μέρες μια αγέλη σκύλων περικύκλωσε το αυτοκίνητο μιας γυναίκας, η οποία πήγαινε επίσκεψη με τα παιδιά της. Τρομοκρατημένη και ουρλιάζοντας πήρε τηλέφωνο τον κοινοτάρχη, ο οποίος έτρεξε με το αυτοκίνητό του να «σώσει» τη γυναίκα. Έπαιζε πουρούδες, πλησίαζε τους σκύλους με το αυτοκίνητο και τελικά ύστερα από πολλή ώρα, πήραν τον δρόμο για άλλα μέρη. Ο «ζηλωτής» κοινοτάρχης μάζεψε νέους ανθρώπους του χωριού και πήγαν όλοι μαζί για να μαζέψουν τους σκύλους και τους πάρουν σε καταφύγια. Τους εντόπισαν κάτω από ένα σωρό από μπάλες σανού. Αλλά ήταν αδύνατο να μαζέψουν την αγέλη. Τελικά οι σκύλοι έφυγαν σε άλλη περιοχή, για να ταλαιπωρηθούν κάποιοι άλλοι. Ο καλός μουχτάρης κάλεσε τους χωριανούς και κυρίως τις γυναίκες να κυκλοφορούν με ένα ξύλο στο χέρι και αν μπορούν με ένα δεύτερο άτομο δίπλα τους.
Με άλλα λόγια έθεσε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης το χωριό. Καλός-καλός ο κοινοτάρχης αλλά δεν έκρυψε την οργή και φώναζε ότι δεν πρόκειται να ψηφίσει ξανά βουλευτές οι οποίοι ζητούν να τερματιστεί η ευθανασία των ζώων και υποψηφίους οι οποίοι «κουφαίνουν» στο πρόβλημα. Πρώτα είναι οι άνθρωποι και ύστερα τα ζώα. Να γίνουν καταφύγια, να αναλάβουν όλοι τις ευθύνες τους και επιτέλους τα χωριά δεν είναι ανοικτές φυλακές, για να «ησυχάζουν» πλούσιοι φιλόζωοι και οι ερασιτέχνες κυνηγοί.
Στην αρχαία Ρώμη έλεγαν ότι οι άνθρωποι, όταν αδυνατούν να αγαπήσουν τους ανθρώπους, αγαπούν τα ζώα. Ανάλογες είναι σήμερα οι υποδείξεις ψυχολόγων και ψυχιάτρων, προς μοναξιασμένους ανθρώπους, οι οποίοι κουβαλούν ψυχολογικά και άλλα δύσκολα προβλήματα. Η συντροφιά ενός κατοικίδιου δίνει νόημα και στόχο στη ζωή και συμβάλλει στην κάλυψη κενών και αδυναμιών στην αντιμετώπιση προβλημάτων.
Η μεγαλύτερη κόλαση σε αυτή τη γη είναι η μοναξιά και η αδυναμία επικοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους. Τα ζώα μπορεί να αποτελούν μια εναλλακτική λύση στο πρόβλημα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τους ανθρώπους, φίλους και εχθρούς.
Μπορεί πολλοί φιλόζωοι να λένε ότι αν δεν αγαπήσεις τα ζώα δεν μπορεί να αγαπήσεις τους ανθρώπους, αλλά αυτό δεν είναι απάντηση στο μεγαλύτερο ίσως σύγχρονο πρόβλημα του ανθρώπου, το οποίο είναι η μοναξιά. Ανάλογες συστάσεις κάνουν οι ψυχολόγοι και οι ψυχίατροι και για τα δέντρα, τα οποία και αυτά προσφέρουν χαρά, όταν τα περιποιείται ο άνθρωπος.
Οι παλαιότερες γενιές μεγάλωναν με τα ζώα, τα οποία ωστόσο είχαν χρηστική αξία. Οι σκύλοι για να προσέχουν τα κοπάδια, οι γάτες για να τρώνε τους ποντικούς και τα φίδια, τα πρόβατα για το γάλα και το κρέας τους, οι κότες για τα αβγά και το κρέας, τα κοράκια για να τρώνε τα ζώα τα οποία ψοφούσαν και ούτω καθεξής σε μια μυστική αρμονία. Τα οικόσιτα ζώα αποτελούσαν και την καλύτερη μορφή ανακύκλωσης, αφού όλα τα αποφάγια κατέληγαν στους γουμάδες. Σε αρκετά χωριά η πρακτική αυτή ακόμη λειτουργεί με απόλυτη επιτυχία. Σε άλλες χώρες αντικατέστησαν τις μηχανές για το γρασίδι, με πρόβατα που απλώς τρώνε το γρασίδι. Η φύση πάντα πρόσφερε μια αξεπέραστη κυκλική αρμονία, η οποία στις μέρες μας ανατρέπεται από φαραωνικά κατασκευάσματα και από κοντόφθαλμες «αρπαχτές», στο όνομα πάντα της προόδου και εξέλιξης. Στη σκέψη έρχονται μοιραία οι στίχοι του μέγιστου Νίκου Γκάτσου και του αξεπέραστου συνθέτη Μάνου Χατζιδάκι, με τη μαγική φωνή της Αλίκης Καγιαλόγλου. «Πέντε πεινασμένοι σκύλοι, στου παράδεισου την πύλη περιμέναν απ’ τους πρώτους, για να στήσουν το χορό τους, μα προτού η αυγή χαράξει, στου ουρανού την Άγια τάξη, χωροφύλακες αγγέλοι τους κρέμασαν στο τσιγκέλι. Μέσα στη ζωή ποτέ μη ζητάς να βρεις ποιος είναι ο δικαστής, να περπατάς και πάντα να κοιτάς πού θα πας να κρυφτείς. Φίλοι σκύλοι μου μην κλαίτε, μέσ’ στην σύμφορα να λέτε: Κάπου υπάρχει Θεός! Κάπου... υπάρχει Θεός».