
Τον Ιούλιο 2013, ο μακαριστός Πάπας Φραγκίσκος είχε την πρώτη εκτενή συζήτηση με δημοσιογράφους, στην πτήση της επιστροφής του από τη Βραζιλία. Ενώ ο προκάτοχός του Βενέδικτος ΙΣΤ απαιτούσε να του έχουν υποβληθεί γραπτώς οι ερωτήσεις τους και αυτός επέλεγε σε ποιες θα απαντούσε, ο Φραγκίσκος επεδίωκε τον ζωντανό διάλογο για όλα τα θέματα. Συζητώντας, μεταξύ άλλων, το θέμα της ομοφυλοφιλίας, ο Φραγκίσκος είπε: «Αν κάποιος είναι ομοφυλόφιλος και αναζητεί τον Θεό και έχει καλή θέληση, ποιος είμαι εγώ να κρίνω;».
Διευκρίνισε ότι δεν είπε κάτι καινούριο, δεδομένου ότι «η Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας το εξηγεί πολύ καλά […] Οι ομοφυλόφιλοι δεν πρέπει να περιθωριοποιούνται». Τρία χρόνια αργότερα, σε συνέντευξή του, ο Φραγκίσκος εξήγησε ότι «οι άνθρωποι δεν πρέπει να ορίζονται μόνο από τις σεξουαλικές τους τάσεις: ας μην ξεχνάμε ότι ο Θεός αγαπά όλα τα πλάσματά του και είμαστε προορισμένοι να λάβουμε την απέραντη αγάπη του».
Με τον αγαπητικό λόγο του, τις αγαθοεργές πρωτοβουλίες του, και την εντυπωσιακή απλότητα της ζωής του, ο Πάπας Φραγκίσκος μάς υπενθύμιζε βασικές χριστιανικές αρετές – συμπόνια, συγχώρεση, ταπεινότητα, ανυποκρισία. Στο θέμα της ομοφυλοφιλίας μάς κάλεσε εμμέσως να σκεφτούμε πόσο εύκολα κρίνουμε άλλους ανθρώπους – πόσο φιλεπικριτές (φιλοκατήγοροι, judgmental) είμαστε. Με ταπεινότητα, αποποιήθηκε τη στάση του κανονιστικού παντογνώστη: ακόμα κι ο Πάπας δεν έχει τη γνωσιακή ισχύ, ούτε την ηθική αυθεντία να κρίνει τις ερωτικές προτιμήσεις των άλλων.
Η φιλεπικρισία συνιστά κακία (vice), ιδιαίτερα στην εποχή της ακατάσχετης, μιντιακά μεσολαβημένης επικοινωνίας. Δεν πρόκειται μόνο για το γεγονός ότι, στην κοινωνία της συνεχούς πλην θραυσματικής πληροφόρησης και της εκτενούς αλλά αβαθούς γνώσης, ο πειρασμός της εκφοράς γνώμης επί παντός επιστητού είναι ισχυρός. Ακόμη χειρότερα, εύκολα και ανεπαίσθητα διολισθαίνουμε στη φιλεπικρισία: είδες τι πόσταρε στο Instagram ο ανόητος; Μα τι άξεστοι άνθρωποι είναι αυτοί; Σιγά μην έκανε παιδιά – η καριέρα την ένοιαζε πάντα. Όσο πιο πολύ μαθαίνουμε για τις ζωές των άλλων, τόσο περισσότερο μπαίνουμε (και, συχνά, ενδίδουμε) στον πειρασμό να τους κρίνουμε επιπόλαια. Οι κουτσομπολίστικες εκπομπές της τηλεόρασης εκφράζουν και, περαιτέρω, ενισχύουν αυτή την τάση. Ασχολούμενοι με ξένες υποθέσεις, τροφοδοτούμε αφηγηματικά τη δική μας ζωή – αλατίζουμε τη ρουτινώδη καθημερινότητά μας, συντηρούμε τη ρηχή κοινωνικότητά μας, και επιβεβαιώνουμε εμμέσως την ανωτερότητά μας.
Το πρόβλημα με τη φιλεπικρισία είναι διπλό. Πρώτον, γνωσιολογικά δεν έχουμε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για να κρίνουμε τους άλλους. Συχνά μας λείπουν κρίσιμα γεγονότα, ενώ σπανίως γνωρίζουμε τα κίνητρα, τις ανησυχίες, τις παραδοχές, και τις δυσκολίες τους. Ακόμα κι όταν εξωτερικές συμπεριφορές τους μας είναι γνωστές, η εσωτερική ζωή τους μας διαφεύγει. Ο ερμηνευτικά μη γενναιόδωρος άνθρωπος συνδέει συμπεριφορές και προσθέτει εικασίες για να κατασκευάσει επικριτικές ιστορίες για τους άλλους. Ο Μπετόβεν θύμωνε με όσους τον επέκριναν αβασάνιστα για μισανθρωπία – δεν γνώριζαν την εντεινόμενη κώφωσή του («Δεν ξέρετε τη μυστική αιτία που με κάνει να σας φαίνομαι έτσι»). Το γνωσιολογικό έλλειμμα του φιλοκατήγορου αναπληρώνεται από τη γνωσιακή πλάνη του: τείνει να κρίνει τις αστοχίες των άλλων με βάση τον χαρακτήρα τους, ενώ αποδίδει τις δικές του σε συγκυριακές περιστάσεις. Τους άλλους κρίνουμε από τις πράξεις τους, τον εαυτό μας από τις προθέσεις μας.
Δεύτερον, ο φιλεπικριτής πάσχει από έπαρση. Σχολιάζοντας αρνητικά τους άλλους, εμμέσως δηλώνει την υπεροχή του απέναντί τους. Εμείς είμαστε φυσιολογικοί, έχουμε καλύτερους τρόπους, μεγαλώνουμε επιμελέστερα τα παιδιά μας. Η έπαρση είναι διπλά απεχθής. Αφενός διότι, ενοχλώντας εύλογα τους αποδέκτες της, απομειώνεται η κοινωνική αρμονία, αφετέρου διότι, αποκρύπτοντας τα δικά μας σφάλματα, εμποδίζει την ηθική βελτίωσή μας.
Ακολουθώντας τον Καντ, είναι προτιμότερο να λειτουργούμε με το «πέπλο της επιείκειας» όταν κρίνουμε άλλους, ακόμα κι όταν είμαστε βέβαιοι για τον κακό χαρακτήρα τους. Η επιείκεια αφενός μας προστατεύει από πιθανά γνωσιακά σφάλματα (κάθε χαρακτήρας είναι πολυσχιδής· ίσως παραβλέπουμε κάτι), αφετέρου δίνει τη δυνατότητα στον άλλο να μας εκπλήξει θετικά. Αν μας ενδιαφέρει η ηθική βελτίωση, ατομική και συλλογική, η επιείκεια είναι παιχνίδι win-win.
Υπάρχει, βεβαίως, ένα τίμημα. Πιστώνοντας τον άλλο με πιθανή καλοσύνη, ίσως αποδειχθεί ότι κάναμε λάθος. Αξίζει, όμως, αυτό το ρίσκο, στο μέτρο που συμβάλλει στην ηθική βελτίωσή μας και, συνεπώς, στη βελτίωση των σχέσεών μας με τους άλλους. Η συμπόνια, η ταπεινότητα και η επιείκεια προάγουν τον αρμονικό κοινό βίο.
Φυσικά, η αποχή από τη φιλεπικρισία δεν σημαίνει αποχή από κάθε είδους κρίση. Αν δεν κρίναμε τον βιαστή, τον δολοφόνο ή τον διεφθαρμένο αξιωματούχο θα ήταν σαν να κάναμε λοβοτομή στην ορθολογικότητά μας – γνωσιακά και ηθικά ανεπίτρεπτο. Άλλο φρόνιμη κρίση, άλλο φιλεπικρισία – η δεύτερη είναι στρέβλωση της πρώτης.
Δηλώνοντας την αδυναμία του να κρίνει τους ομοφυλόφιλους, ο Πάπας Φραγκίσκος ενήργησε ως καλός χριστιανός – «μη κρίνετε ίνα μη κριθείτε» (Ματθαίος, 7,1). Πασχίζοντας ο ίδιος να ενσαρκώνει τις χριστιανικές αρετές, μας έδωσε ένα πρότυπο ηγέτη-ποιμένα. Το οικουμενικό πένθος για την εκδημία του αναδεικνύει το τεράστιο ηθικό εκτόπισμά του. Εύχομαι ο διάδοχός του να ακολουθήσει το παράδειγμά του.
Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και αντεπιστέλλον Μέλος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών.