
Του Απόστολου Κουρουπάκη
Το «Πάρτι γενεθλίων» του Χάρολντ Πίντερ είναι το δεύτερο έργο του νομπελίστα δραματουργού, γραμμένο το 1957, και είναι ηλικίας 67 ετών. Διατηρεί χωρίς αμφιβολία όλες τις αρετές του, και παραμένει σύγχρονο. Η απουσία χωροχρόνου και συγκεκριμένου κοινωνικού συγκειμένου επιτρέπουν στο «Πάρτι» να αντικατοπτρίσει και το σήμερα. Θύτης/ες, θύμα/τα και η συμπλοκή τους, απουσία κατηγοριών ή ακόμα και έωλες κατηγορίες δεν εξέλιπαν ούτε από τον αιώνα μας. Πρόκειται λοιπόν για ένα θεατρικό έργο που ακόμη αφορά, με τον ιδιαίτερο τρόπο που προσφέρει η πιντερική γραφή, και το θέατρο του παραλόγου γενικά.
Αυτό το έργο του Πίντερ επέλεξε να ανεβάσει η θεατρική ομάδα Σόλο για τρεις, σε σκηνοθεσία Μαρίας Μανναρίδου Καρσερά, στο Θέατρο Χώρα, με τους ηθοποιούς Αντρέι Κρουπά, Χριστίνα Χριστόφια, Πάνος Μακρής, Λαζάρια Φράγκου, Δημήτρης Αντωνίου, Φώτης Φωτίου.
Η ιστορία εν ολίγοις έχει ως εξής: Σε μία πανσιόν, σε μια παραθαλάσσια περιοχή, ζει ένα καθημερινό ζευγάρι, που βρίσκεται σε μία παρατεταμένη ρουτίνα εδώ και χρόνια, η σχεδόν αγαθή Μεγκ (Χριστίνα Χριστόφια) και ο υπερβολικά ήσυχος Πίτι (Αντρέι Κρουπά). Στην πανσιόν αυτή, που ίσως και να μην είναι, διαβιεί και ο μυστηριώδης πρώην πιανίστας Στάνλεϋ (Πάνος Μακρής), ως ένοικος ή και ως φυγάς… Την ησυχία των τριών ταράζουν δύο περίεργοι τύποι, ο Γκόλντμπεργκ και ο Μακ Καν (Δημήτρης Αντωνίου και Φώτης Φωτίου), οι οποίοι ενοικιάζουν και αυτοί ένα δωμάτιο στην πανσιόν. Έχουν έλθει για να εκτελέσουν κάποια αποστολή. Σε αυτούς προστίθεται και ακόμη μία νεαρή κοπέλα, ένα ακόμη θύμα, η Λούλου (Λαζάρια Φράγκου). Ο Στάνλεϋ έχει τα γενέθλιά του, και αίφνης ένα πάρτι οργανώνεται από τους Γκόλντμπεργκ και Μακ Καν. Ένα πάρτι για τον πρωταγωνιστή, που ίσως και να μην έχει τα γενέθλιά του…
Όλες οι πράξεις του έργου εκτυλίσσονται στο μικροαστικό καθιστικό της πανσιόν, το οποίο αποτύπωσε στο σκηνικό του ο Λάκης Γενεθλής, ο οποίος επιμελήθηκε και τα κοστούμια, που επίσης έδιναν στους ήρωες της παράστασης την κατάλληλη υπόσταση, κινούμενος βέβαια στη ρεαλιστική γραμμή, στην οποία κινήθηκε όλη η παράσταση.
Ο Πάνος Μακρής έδωσε έναν Στάνλεϋ ταραγμένο και μπερδεμένο, και ισορρόπησε αρκετά μεταξύ αυτών των δύο εννοιών, χωρίς να αφήσει χώρο ανάμεσό τους για να αμφιταλαντευτεί. Η Χριστίνα Χριστόφια, υποδυόμενη τη Μεγκ, έδωσε έναν ατόφιο χαρακτήρα, και κατάφερε να κινείται μεταξύ του ευπρεπούς και του υποδόρια προκλητικού, αποφεύγοντας κάθε είδους μανιέρες. Ο Αντρέι Κρουπά ως Πίτι εμφανίστηκε στη σκηνή έχοντας τη χαρακτηριστική διάθεση του φιλήσυχου πολίτη, του μέσου ανθρώπου που δεν φέρνει αντιρρήσεις, που κοιτάζει τη δουλειά του, ώσπου ξεσπά… την ατάκα του Πίτι: «Σταν, μην τους αφήσεις να σου λένε τι να κάνεις», ο Κρουπά τη ζύμωνε καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Ο Δημήτρης Αντωνίου ως Γκόλντμπεργκ υπηρέτησε τον ρόλο του με συνέπεια και έχοντας πάντοτε κατά νου την υποκρισία και το σκοτεινό του ρόλου τους, με τις σωστές δόσεις χιούμορ. Ο Φώτης Φωτίου από την άλλη παρουσίασε έναν πιο άνευρο Μακ Καν, που του έλλειπε η υποκρισία και το νεφέλωμα, και έμοιαζε να λειτουργεί παραπληρωματικά με τον Αντωνίου. Η Λαζάρια Φράγκου έδωσε τη Λούλου με αφέλεια, χωρίς εντάσεις ή υποδόριο σκέρτσο. Η σκηνοθέτρια Μαρία Μανναρίδου Καρσερά δεν θέλησε να ρισκάρει πολλά και έτσι οι ήρωες που διαμόρφωσε κινήθηκαν σε ένα ορισμένο πλαίσιο, εκείνο μιας αποπνικτικής ατμόσφαιρας, με μία ρεαλιστική σκηνοθετική προσέγγιση. Κατάφερε ωστόσο να αποδώσει τον πιντερικό κόσμο και το α-νόητο των λέξεων, αλλά και τα πίσω από τις λέξεις νοήματα, όπου όλοι μπορούν να είναι θύματα και θύτες, όπου όλα τελικά είναι σχετικά και εν πολλοίς άγνωστα.