ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Ο δρόμος για το Βαρώσι

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

«Είναι κατάρα ο ήχος τους» έλεγε και ξαναέλεγε, «είναι η φωνή της κολάσεως, είναι ο θάνατος. Κάντε τες να σωπάσουν», φώναζε, εν τω μέσω της νυχτός και η νοσοκόμα δεν ήξερε τι να κάνει. Προσπαθούσε να ηρεμήσει τον γέροντα, ο οποίος διένυε την ένατη δεκαετία της ζωής του, και είχε βρεθεί μόνος σ’ έναν οίκο ευγηρίας. Μια κόρη είχε που ζούσε εδώ και δεκαετίες στην Αγγλία, η γυναίκα του είχε πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια, βιαζόταν βλέπετε. «Εσύ δεν έχεις άλλη έννοια, να φύγεις θέλεις, να πας να βρεις τι;» της έλεγε κάθε τόσο, όταν η γριά αναθεμάτιζε την τύχη της, «Ας όψονται» του απαντούσε εκείνη, και επέστρεφε στα καθημερινά της.

Φώναζε ο γέρος, «Ακόμα δεν τα κατάφερες; Ακόμα ψάχνεις να βρεις τι;» και η νοσοκόμα στεκόταν πλάι του, προσπαθώντας να τον ησυχάσει, να μην ανησυχήσει ο διπλανός γέροντας, «έλα, παππού, και υπομονή κάνε», του έλεγε, «ποιον θέλεις, πες μου και εγώ θα σου τον φέρω το πρωί». Μα ο γέρος συνέχιζε «Κάμε τες να σιωπήσουν, κόρη μου, κάμε τες να σιωπήσουν, να μεν τες ακούω». Η νοσοκόμα δεν καταλάβαινε τι έπρεπε να κάνει, τι να μην ακούει. Του πήρε την πίεση, είδε τον ορό, το οξυγόνο του, όλα ήταν φυσιολογικά, «ας περιμένω, μην ανησυχήσω τον γιατρό ακόμα», σκέφτηκε… «σήκωσ’ με, κόρη μου, να κάτσω, να μεν ακούω». Η νοσοκόμα του είχε αδυναμία, άλλωστε εδώ και πέντε περίπου χρόνια, από τότε δηλαδή που μπήκε στο γηροκομείο ο γέροντας βρέθηκε στα δωμάτια ευθύνης της. «Να σε σηκώσω, παππού, μα θα μου υποσχεθείς ότι δεν θα φωνάζεις», του είπε, «θα ξυπνήσουμε τον κ. Κώστα και δεν κάνει, πονά ο καημένος από την ένεση που του έκανα».

Με ένα νεύμα του τη βεβαίωσε ότι θα έκανε ό,τι του έλεγε, τότε και εκείνη τον πήρε αναμάσχαλα και τον έβαλε στην καρέκλα του, «να βλέπω τον δρόμο θέλω» της είπε και εκείνη τον πήγε προς την τζαμαρία της μεγάλης σάλας που έβλεπε προς τον μεγάλο δρόμο, το highway που θα λέγαμε σήμερα, τότε ήταν απλώς ο δρόμος για το Βαρώσι. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε, ήταν περασμένες τρεις τα ξημερώματα, άλλωστε. Βέβαια, για να το πούμε καλύτερα ψυχή δεν φαινόταν στον δρόμο…

«Να πάτε επιτέλους να το μετρήσετε εκείνο το χωράφι, να φτιάξουμε τα χαρτιά, αποφάσισα να το πουλήσω, θα πρέπει να παντρέψουμε την Άννα, να σηκώσουμε οικοδομή», «μην αργείς, πριν πέσει πολύ ο ήλιος, είναι επικίνδυνα». Αυτή την επιμονή του πλήρωνε εδώ και χρόνια, να πάει να μετρήσει το χωράφι, επέμενε. Εκείνο το απόγευμα έπρεπε να τον είχε αποτρέψει, δεν έπρεπε να τον στείλει, οι μέρες ήταν άγριες, «κόρη, στο έμπα του χωραφκιού τον επαίξασι, ήξερά τους… καλά το ’λεγε η μακαρίτισσα, ας όψονται».

«Τώρα που γύρισες θα το ξεδιαλύνουμε το πράμα, δικηγόρος έγινες, ξέρουμε, έχουμε το δίκιο μας», ήλπιζε ο γέροντας, ενώ η γριά μονολογούσε, «ας όψονται, ας όψονται». «Ναι, μπαμπά, μεν έχεις έννοια, αύριο το πρωί θα πάω να κάνω την αναφορά μου», του είπε για να τον καθησυχάσει.
Εκείνον τον Ιούλιο επιτέλους είχε πωληθεί το καταραμένο χωράφι, τα λεφτά του όμως τα θεωρούσε ματωμένα και δεν ήθελε με αυτά να σηκώσει οικοδομή «είναι γρουσουζιά», έλεγαν με τη γριά του, να τα δώσουν για άλλο σκοπό συμφώνησαν, και με αυτά να πληρώσουν τα δικαστήρια και τα έξοδα που θα έκανε ο γιος τους. Για την κόρη είχε προβλεφθεί άλλη λύση.

«Μα, δεν πρόλαβε, κόρη, και επαίξαν οι σειρήνες, καλά το έλεγε η γριά ‘ας όψονται’, ακούεις κόρη μου, καλά το έλεγε»! Και οι δύο του γιοι από βόλια της οργιάς είχαν φύγει, σπάραξε και ρήμαξε η ψυχή του και η γριά του όλο περίμενε. Η νοσοκόμα που είχε συνηθίσει και την προφορά του, αλλά και τη γερική του ομιλία, του χάιδευε τα χέρια, και κοιτούσαν προς τον δρόμο, τότε ο γέρος ξαφνικά αναφώνησε: «Καλώς τους, στο Βαρώσι πάτε; Πομείνετε και έρχομαι μιτά σας. Κόρη, εν να πάω, τωρά που τη νύχτα σηκώθηκα κι αγάλια νυχοπατώ»!

 

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Απόστολος Κουρουπάκης: Τελευταία Ενημέρωση