ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Πλαστές πραγματικότητες

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

Ο Τάκης ήτανε γύρω στα 45, έμοιαζε όμως δέκα χρόνια μεγαλύτερος. Σταμάτησε το διπλοκάμπινό του στην άκρη του δρόμου και μας έγνεψε να μπούμε μέσα. Το αμάξι μας είχε μείνει από μπαταρία, για ώρα περιμέναμε κάποιος να σταματήσει για να μας μεταφέρει στην Αργάκα όπου και θα βρίσκαμε κάποιο μηχανικό. «Μην το ψάχνεις, ο κόσμος φοβάται πια» είπε όταν τον ευχαριστήσαμε που εκείνος δεν φοβήθηκε. «Σας έκοψα με το μάτι ότι δεν είστε από κείνους που πάνε γυρεύοντας» είπε και γέλασε δυνατά.

Ο Τάκης γελούσε δυνατά, όπως μιλούσε και δυνατά, λες και για ώρα έψαχνε παρέα να μοιραστεί τη διαδρομή του. Ζούσε στην Ίνεια, αλλά δούλευε στον Πωμό, κατασκεύαζε πεζοδρόμια, αυτή ήταν η δουλειά του. Είχε μόλις σχολάσει, θα έκανε είπε μια στάση για μπύρες με κάτι συναδέλφους και μετά θα πήγαινε στο σπίτι. «Δεν έχεις ιδέα, φίλε μου» είπε «τι πάει να πει να δουλεύεις σε αυτό τον ήλιο για ένα μεροκάματο». «Εσείς, τι δουλειά κάνετε;» ρώτησε, «δημοσιογράφος» απάντησα, «σκηνοθέτης» απάντησε ο φίλος μου και αισθανθήκαμε ταυτόχρονα μια μικρή ντροπή που το επάγγελμά μας δεν ήταν από κείνα που χαράσσουν στο πρόσωπο σημάδια βασάνου. «Κι αυτά εδώ τα πεζοδρόμια που βλέπετε εγώ τα έφτιαξα» συνέχισε ο Τάκης λες και το είχε ανάγκη να αποδείξει πως ήταν χρήσιμη η μάχη που έδινε καθημερινά με τον ήλιο.

«Πού υπηρέτησες στρατό;» ρώτησε τον φίλο μου, εκείνος υπηρέτησε είπε στο Σταυροβούνι, ήθελε να γίνει καταδρομέας, αλλά τώρα αρνείται να πάει έφεδρος, «κι αυτό δεν σημαίνει πως δεν είμαι πατριώτης φίλε μου, μη με παρεξηγήσεις, αλλά το μεροκάματό μου ποιος θα μου το καλύψει, έχω δύο παιδιά να ταΐσω, αυτά ποιος τα λογαριάζει» είπε, «δεν πάω κι ας με τιμωρήσουνε, δεν με νοιάζει, κι άμα είναι θα τους πω και για τον άλλο τον συνάδελφο που τον αφήσανε μεσάνυχτα από τον στρατό και πήγε και τράκαρε, σκοτώθηκε, ήτανε ο άνθρωπος κουρασμένος από τη δουλειά, ξέρεις τι πάει να πει να δουλεύεις στον ήλιο», επανέλαβε, «πήγε που λες να κάνει το καθήκον του και στο τέλος πέθανε, πού να βρει το δίκαιο του πλέον, πού να βρει κανείς το δίκιο του, δεν υπάρχει δίκαιο, ο καθένας βλέπει μόνο το δικό του, και όλοι αυτοί που μας κυβερνούν το δικό τους βλέπουνε, σιγά να μη γνοιαστούν που πέθανε ο άλλος, γιατί κλείνανε τα μάτια του από την κούραση, μας έχουνε χεσμένους με το συμπάθιο, δεν είναι για να εμπιστεύεσαι κανέναν τους, ζούνε σε άλλο πλανήτη, εσύ θα τα ξέρεις καλύτερα που είσαι και δημοσιογράφος, μας βρήκανε τόσα κακά κι αυτοί το βιολί τους, το μόνο που τους γνοιάζει είναι το προεδριλίκι, κι εμείς αρνιά που πάμε και τους ψηφίζουμε για ν’ αγοράζουνε λιμουζίνες και να παριστάνουν πως κάνουνε το καθήκον τους, κανένας πια δεν κάνει το καθήκον του, μόνο από μας γυρεύουνε καθήκον, πες και συ, δίκαιο δεν έχω, δεν έπρεπε κανένας μας να ψηφίσει, μόνο έτσι θα καταλάβαιναν πως καταντήσαμε να μην ξέρουμε πού να έχουμε πίστη, καμία πίστη δεν έχουμε πλέον».

Τα είπε όλα με μια ανάσα και ύστερα μας αποχαιρέτησε με μια σφικτή χειραψία και ένα «δεν βαριέσαι» και «άμα δεν βιάζεστε ελάτε να πιούμε μαζί μια μπύρα». Το Τάκη τον γνώρισα την ίδια μέρα που στα σόσιαλ μίντια κυκλοφορούσε το βίντεο με τον γαμπρό του προέδρου να διαφημίζει τη χώρα μας προκειμένου να προσελκύσει πλούσιους Κινέζους επενδυτές (μιλώντας ακόμα και κινέζικα). Και αυτές οι τόσο αντιφατικές πραγματικότητες, η μια βουτηγμένη μέσα στο ψέμα της και η άλλη να στάζει μόνο αλήθειες, μου προκάλεσαν μια βαθειά θλίψη. Για το πού καταντήσαμε, για το πού μας κατάντησαν και για την καταδίκη αυτού του τόπου στη διά βίου πλαστογράφηση της αλήθειας του, προκειμένου αυτή να χωρέσει όπως-όπως σε κινέζικους υποτίτλους.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Ελένη Ξένου: Τελευταία Ενημέρωση