
Του Γιάννου Σταυρινίδη
Θα ανταποκριθούν με επάρκεια σε ακραία γεγονότα, ανακοίνωσε η ΕΚΤ. O λόγος για τις ευρωπαϊκές τράπεζες που στο τέλος της τριετούς περιόδου δοκιμασίας οι εκτιμώμενες ζημίες ανέρχονται στα 628 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 15% σε σχέση με πέρυσι. Αν και με περισσότερες ζημιές, η επίπτωση στα κεφάλαια είναι σαφώς χαμηλότερη σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, αφού οι τράπεζες «μπήκαν» στην τριετή «δοκιμασία» με αυξημένη κερδοφορία, λόγω της ανόδου των επιτοκίων και της σταθεροποίησης της ποιότητας του ενεργητικού. Αν και η διατηρησιμότητα αυτών των κερδών είναι συζητήσιμη, οι συνθήκες είναι διαφορετικές ανάλογα με την τράπεζα.
Τα αποτελέσματα της πανευρωπαϊκής άσκησης ακραίων σεναρίων καταδεικνύουν πως ο μέσος δείκτης πρωτοβάθμιων κεφαλαίων θα διαμορφωθεί στο 12%, σε σχέση με 10,5% που ήταν πέρυσι. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τράπεζες που συμμετείχαν στο δείγμα άρχισαν την τριετή δοκιμασία με μέσο δείκτη πρωτοβάθμιων κεφαλαίων στο 16%. Τα αποτελέσματα επισφραγίζουν την πολύ καλή πορεία του τραπεζικού κλάδου που παραμένει ανθεκτικός και εμφανίζεται έτοιμος να απορροφήσει ζημιές από απρόβλεπτες εξελίξεις. Σε κάθε περίπτωση, η κατεύθυνση από την ΕΚΤ αφορά σε ενίσχυση της ανθεκτικότητα μέσα από επενδύσεις στην πληροφορική και κυρίως την κυβερνοασφάλεια.
Οι 96 τράπεζες που υπόκεινται σε απευθείας εποπτεία από τη Φρανκφούρτη συμμετείχαν και φέτος στην πανευρωπαϊκή άσκηση ακραίων σεναρίων. Από το δείγμα αυτό 51 τράπεζες ανήκουν στις μεγάλες, ενώ οι υπόλοιπες που θεωρούνται μεσαίου μεγέθους και εξαιρέθηκαν από το δείγμα της ευρωπαϊκής αρχής τραπεζών, έχουν ενταχθεί μετά από πρόσκληση της ΕΚΤ. Με αυτό τον τρόπο επιτεύχθηκε ικανοποιητικό ποσοστό αντιπροσώπευσης, αγγίζοντας φέτος το 83% του ενεργητικού.
Αυτής της χρονιάς το ακραίο σενάριο αφορά σε αυξημένη γεωπολιτική ένταση και εσωστρέφεια στις εμπορικές πρακτικές, γεγονός που οδηγεί σε αυξημένο κόστος ενέργειας και κατακερματισμό στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Ως αποτέλεσμα έχουμε αβεβαιότητα, χαμηλή εμπιστοσύνη και οικονομική συρρίκνωση. Με βάση το σενάριο, η αύξηση των επιτοκίων γίνεται επιτακτική ανάγκη και προκαλεί την αντίδραση των αγορών. Η αναστάτωση στις αγορές οδηγεί σε υποχώρηση των τιμών των μετοχών και της αξίας των ακινήτων
Οι σημαντικότερες τραπεζικές απώλειες προκύπτουν μέσα από ζημιές που σχετίζονται με τον πιστωτικό κίνδυνο. Καθώς οι δανειολήπτες επηρεάζονται δυσμενώς η δυνατότητά τους να παραμένουν συνεπείς στην εξυπηρέτηση των δανείων τους ελαττώνεται. Επιπλέον, η πτωτική κίνηση των αγορών προκαλεί ζημίες χαρτοφυλακίου και υποχώρηση άλλων συναφών εσόδων. Διαβάζοντας τα αποτελέσματα της άσκησης, μπορεί να διαπιστωθεί πως η μείωση στα πρωτοβάθμια κεφάλαια προέρχεται κατά 75% στον πιστωτικό κίνδυνο, 16% στις αγορές και 9% στον λειτουργικό κίνδυνο
Όπως ήταν ήδη γνωστό, επικρατεί έντονος προβληματισμός σε σχέση με την αδυναμία ορισμένων τραπεζών να δημιουργήσουν τα αναλυτικά στοιχεία των δανείων που απαιτεί η άσκηση. Προς επίλυση του ζητήματος, η ΕΚΤ προτίθεται να προβεί σε επιτόπου ελέγχους σε όσες τράπεζες εμφάνισαν το πρόβλημα. Υπενθυμίζουμε ότι το αποτέλεσμα της άσκησης ακραίων σεναρίων στηρίζει την απόφαση για επιβολή κεφαλαίων του πυλώνα 2.
Μία άλλη περιοχή ανησυχίας έχει να κάνει με τις συναλλαγές που ορισμένες τράπεζες έχουν με μη τραπεζικές οντότητες, τα γνωστά fintech. Όπως προκύπτει από την ανάλυση η συγκεκριμένη σχέση είναι σημαντική και συνιστά πηγή για αυξημένο κίνδυνο αντισυμβαλλομένου. Τα καλά νέα είναι ότι σε αυτή τη φάση η συγκεκριμένη παράμετρος δεν θα επηρεάσει τις αποφάσεις αλλά θα απασχολήσει τον εποπτικό διάλογο στο μέλλον.