
Του Γιάννου Σταυρινίδη
Οι τράπεζες είναι οι οργανισμοί που ανεξαρτήτως μεγέθους διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην οικονομία αφού διοχετεύουν κεφάλαια, στις επιχειρήσεις για να αναπτυχθούν, στα νοικοκυριά για να αποκτήσουν περιουσιακά στοιχεία και στις κυβερνήσεις για να ασκήσουν κοινωνική πολιτική.
Μέσα από τη δράση τους, οι τράπεζες υποστηρίζουν την καινοτομία, την απασχόληση και την οικονομική πρόοδο. Ως αποτέλεσμα, εκτός από ιδιωτικοί οργανισμοί οι τράπεζες, είναι και φορείς προώθησης του δημόσιου οφέλους. Αυτός είναι και ο λόγος που εποπτεύονται με αυστηρότητα. Γιατί όταν μια τράπεζα αποτυγχάνει, το πρόβλημα δεν παραμένει στους μετόχους αλλά μεταφέρεται στην κοινωνία, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που βιώνουν τις επιπτώσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η εποπτεία στόχο έχει να καταστήσει τις τράπεζες ασφαλείς, ανθεκτικές και κυρίως ικανές να επιτελέσουν την αποστολή τους σε περιόδους κρίσεων. Αυτή την περίοδο, το ζητούμενο για την ευρωπαϊκή οικονομία είναι η ενίσχυση της παραγωγικότητας, η οποία με τη σειρά της θα προσδώσει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.
Όλοι συμφωνούν ότι τα ζητήματα παραγωγικότητας έχουν προκύψει λόγω της καθυστερημένης υιοθέτησης της ψηφιακής τεχνολογίας σε σύγκριση με άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες. Όμως, η απουσία μιας πραγματικά ενιαίας αγοράς στην Ευρώπη επέτεινε το πρόβλημα. Χωρίς απάλειψη των υπαρκτών εμποδίων για ελεύθερη διακίνηση προϊόντων, υπηρεσιών και κεφαλαίων, οι προοπτικές της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς δεν θα γίνουν ποτέ ορατές. Και εδώ το πρόβλημα δεν είναι τεχνολογικό αλλά πρωτίστως κανονιστικό, αφού πλείστες τόσες εθνικές νομοθεσίες παραμένουν ακόμα και σήμερα γεμάτες με παγίδες και εμπόδια. Στον τραπεζικό τομέα οι προσπάθειες για ενίσχυση της ανθεκτικότητας ξεκίνησαν μετά την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, η οποία στοίχισε στις ευρωπαϊκές τράπεζες μια δεκαετία χαμηλής κερδοφορίας.
Η γρήγορη ανάκαμψή των αμερικανικών τραπεζών σε σύγκριση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές ανέδειξε την ανάγκη για περισσότερες μεγάλες τράπεζες που θα μπορούσαν να δραστηριοποιηθούν σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή επικράτεια. Μεγαλύτερες τράπεζες παρουσιάζουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα, η οποία αποδεδειγμένα ελαττώνει τις επιδράσεις στην οικονομία σε περιόδους κρίσεων. Πάρτε για παράδειγμα την πανδημία, όπου οι τράπεζες χωρίς να διακόψουν την παροχή υπηρεσιών έγιναν μέρος της λύσης. Συχνά ακούμε πως η υπερβολική εποπτεία καθηλώνει την παραγωγικότητα και προς αυτή την κατεύθυνση αρχίζει αυτή την περίοδο μια συζήτηση για απλοποίηση του εποπτικού πλαισίου. Στόχος η δημιουργία ενός πιο αποτελεσματικού, πιο διάφανου και πιο αναλογικού εποπτικού πλαισίου. Όμως, μέσα από αυτή την προσπάθεια δεν θα πρέπει να επιτραπεί η αφαίρεση εποπτικών υποχρεώσεων, γιατί τότε είναι που θα υπονομευθεί η ανθεκτικότητα των τραπεζών επηρεάζοντας αρνητικά την παραγωγικότητα στην οικονομία. Καμιά προσπάθεια για απλοποίηση δεν θα μπορέσει να είναι επιτυχής αν δεν προχωρήσει η ολοκλήρωση της κοινής ευρωπαϊκής αγοράς. Όπως αντίστοιχα συμβαίνει και με την ανάγκη συμπλήρωσης της ενιαίας τραπεζικής αγοράς, μόλις κλείσει η εκκρεμότητα για τη δημιουργία της πανευρωπαϊκής ασφάλισης των καταθέσεων.
Μια εξέλιξη που θα επιτρέψει στις μεγάλες τράπεζες να δραστηριοποιηθούν πανευρωπαϊκά και να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα στο επιχειρηματικό τους μοντέλο. Στο ίδιο μήκος κύματος και η επιτακτική ανάγκη να συνενωθούν οι κεφαλαιαγορές για να επιτραπεί στις επιχειρήσεις η πρόσβαση σε μη τραπεζικά κεφάλαια για χρηματοδότηση της καινοτομίας. Μέσα από την καινοτομία θα ενισχυθεί η παραγωγικότητα και άρα ανθεκτικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Οι τραπεζικές παρεμβάσεις για απλοποίηση του εποπτικού πλαισίου μόλις ξεκίνησαν. Στόχος η δημιουργία ενός πιο διάφανου και καλύτερα διαχειρίσιμου κανονιστικού πλαισίου που δεν θα υπονομεύει την ανθεκτικότητα.