
Του Γιάννου Σταυρινίδη
Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε αξιωματούχοι από την Κίνα και τις ΗΠΑ συναντήθηκαν με στόχο να βάλουν τέλος στην παράνοια που επικρατεί από τις 2 Απριλίου στην παγκόσμια οικονομία. Στο έδαφος της Ελβετίας και συγκεκριμένα στη Λίμνη της Γενεύης, οι δύο πλευρές συμφώνησαν αναστολή των δασμών για 90 μέρες δίνοντας χρόνο για μια ολοκληρωτική συμφωνία. Η καταρχήν συμφωνία περιλαμβάνει την απόσυρση των ανταποδοτικών δασμών που επιβλήθηκαν στην Κίνα ύψους 125%. Συνεπώς, τα κινέζικα προϊόντα θα επιβαρύνονται με δασμούς ύψους 10% και επιπλέον δασμός ύψους 20% στα κινεζικά προϊόντα που σχετίζονται με τη φαιντανύλη, ένα συνθετικό οπιοειδές το οποίο χρησιμοποιείται ως αναλγητικό κατά τη διάρκεια της αναισθησίας.
Παρόλο που οι συζητήσεις θα συνεχιστούν με στόχο την επίτευξη τελικής συμφωνίας εντός των επόμενων 90 ημερών, οι αγορές είχαν την ευκαιρία να πάρουν τις αναγκαίες ανάσες. Σε κάθε περίπτωση τα δεδομένα είναι πιεστικά, αφού στην ουσία εδώ και πάνω από ένα μήνα το εμπόριο μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ έχει καταρρεύσει. Μόλις την προηγούμενη Παρασκευή κατέφτασε το πρώτο κινεζικό εμπορικό πλοίο στο λιμάνι του Λος Άντζελες με προϊόντα που επιβαρύνονταν με 145% και πλέον δασμούς. Το πλοίο μετέφερε 12.000 εμπορευματοκιβώτια με προϊόντα για μερικούς από τους σημαντικότερους λιανεμπόρους της αμερικανικής αγοράς όπως είναι η Amazon, Home Depot, Ikea, Ralph Lauren, Tractor Supply, Procter & Gamble, LG, και Samsung. Ακόμη και μετά τη συμφωνία, οι μέσοι σταθμισμένοι δασμοί παραμένουν τουλάχιστον 34% ψηλότερα από όσο ήταν κατά τη διάρκεια του 2024, με όλες τις αρνητικές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται. Αυτό που είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτό από όλους είναι ότι η ευκολία με την οποία έγινε η συμφωνία του Σαββατοκύριακου δεν θα πρέπει να θεωρείται ενδεικτική για τη συνέχεια, σε μια διαδικασία που θα απαιτήσει χρόνο και προσπάθεια.
Βασικό εμπόδιο για τη συνέχεια θα αποδειχθεί η λογική Τραμπ που θέλει τους δασμούς να λειτουργούν ως αποτελεσματικό εργαλείο για μείωση του εμπορικού ελλείμματος και όδευση της παραγωγής στο εσωτερικό της χώρας. Αυτά όμως θα απαιτήσουν χρόνο μιας και θα χρειαστεί εκ νέου σχεδιασμός των εφοδιαστικών αλυσίδων με αμερικανοκεντρική προσέγγιση. Να σημειώσουμε ότι η συμμετοχή των ΗΠΑ στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες βρίσκεται στο 13% σε σχέση με 41% για την Κίνα.
Η Κίνα, από την άλλη, έχει τη δική της λογική που τη θέλει να αναπτύσσεται μέσω επενδύσεων τις οποίες ενισχύει σε περιόδους κάμψης της ζήτησης. Ως αποτέλεσμα η Κίνα επιδιώκει να βελτιώσει την παραγωγικότητα στην οικονομία μέσω της δημιουργίας περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με την παραγωγή. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί η γεωπολιτική στρατηγική της Κίνας που τη θέλει πάντα πρωτοπόρο στην high end μεταποίηση.
Συνεπώς, για να ανατραπεί το εμπορικό ισοζύγιο θα πρέπει να μεταβληθούν τα μοντέλα ανάπτυξης των δύο χωρών, κάτι που θα απαιτήσει χρόνια αν είναι ποτέ εφικτό να μεταβληθούν. Δεν θα πρέπει επίσης να μας διαφεύγει το γεγονός ότι ακόμη και αν από διαπραγματευτικής απόψεως οι δύο χώρες επιθυμούν τελική συμφωνία, αυτό μάλλον θα εξελιχθεί σε μια πολύπλοκη και μακρόσυρτη διαδικασία.
Η συμφωνία του Σαββατοκύριακου λειτουργεί ανακουφιστικά καθώς φεύγουν από τη μέση οι ανταποδοτικοί δασμοί και το εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών ομαλοποιείται σε κάποιο βαθμό. Μέχρι να φτάσουμε, όμως, στο σημείο που θα μιλούμε για ενίσχυση της εμπορικής σχέσης, αυτό μάλλον θα απαιτήσει χρόνια.