
Του Γιάννου Σταυρινίδη
Υστερα από επτά μειώσεις των επιτοκίων η ΕΚΤ βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να βλέπει τον πληθωρισμό να μειώνεται στηριγμένος σε τρεις λόγους. Πρώτος, η ανατίμηση του ευρώ, δεύτερος η μείωση των τιμών ενέργειας και τρίτος η περιστολή των αυξήσεων στους μισθούς λόγω της παγκόσμιας αβεβαιότητας. Πάνω σε αυτούς τους λόγους στηρίχθηκε εν πολλοίς και η απόφαση Απριλίου για μείωση των επιτοκίων, αφού τα μέλη της νομισματικής επιτροπής μοιράζονται την αισιοδοξία ότι ο πληθωρισμός θα προσεγγίσει τον στόχο του 2%. Όσον αφορά στη συνέχεια, αξιωματούχοι της ΕΚΤ δίνουν το στίγμα της συγκυρίας, τονίζοντας ότι οι κινήσεις της FED είναι πολύ πιο αργές, αφού στις ΗΠΑ οι πιέσεις του πληθωρισμού είναι πιο έντονες από ό,τι στην Ευρώπη.
Ένα άλλο παρεπόμενο των δασμών Τραμπ είναι η αλλαγή της στάσης των επενδυτών σε σχέση με το παρελθόν, όπου η διαφορά των επιτοκίων είχε άμεσο αντίκτυπο στις ισοτιμίες. Αυτήν τη φορά, όμως, βλέπουμε το παράδοξο η ΕΚΤ να μειώνει τα επιτόκια περισσότερο από ό,τι η FED και όμως το ευρώ να ανατιμάται έναντι του δολαρίου. Η διατήρηση του ευρώ στα ψηλά προκαλεί θετικές εξελίξεις στην ευρωπαϊκή οικονομία και αν παραμείνει θα επιτρέψει τη συνέχιση της αποκλιμάκωσης των επιτοκίων, ανεξάρτητα από τις κινήσεις της FED.
Στις εκτιμήσεις της ΕΚΤ προκύπτει ξεκάθαρα το συμπέρασμα ότι η πτώση του πληθωρισμού είναι καθολική και επιβεβαιώνεται τόσο από τον γενικό όσο και από τον δομικό ορισμό του. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα πρέπει να υπάρχει εγρήγορση στο μέτωπο των υπηρεσιών, όπου ο πληθωρισμός επηρεάζεται άμεσα από τις διακυμάνσεις στα ημερομίσθια, αν και η δυναμική τους βαίνει μειούμενη.
Αν και στο επίπεδο των τιμών οι εξελίξεις φαντάζουν θετικές, ο ελέφαντας στο δωμάτιο είναι η ανάπτυξη, η οποία ακόμη και πριν τις εξαγγελίες Τραμπ είχε εκτιμηθεί στο 0,9% για φέτος.
Αν συνυπολογίσουμε την καθυστέρηση που η αβεβαιότητα προκαλεί στις επενδύσεις, οι προσδοκίες για την ανάπτυξη θα αναμένουμε πως σύντομα θα αναπροσαρμοστούν προς τα κάτω. Παρ’ όλ’ αυτά η ΕΚΤ δεν φαίνεται να επεξεργάζεται κάποιο σενάριο ύφεσης στην Ευρωζώνη, παρόλο που κάποιες χώρες όπως η Αυστρία και η Γερμανία βρίσκονται σε τεχνική ύφεση.
Όσον αφορά στους δασμούς, αν και βρίσκονται σε αναστολή, κανένας δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τη συνέχεια. Η Ευρώπη πάντως συνεχίζει να ανησυχεί για το ενδεχόμενο η πίεση που ασκείται στα κινεζικά προϊόντα να γίνει η αιτία να πλημμυρίσει με φτηνά προϊόντα από την Κίνα. Ανησυχία, επίσης, υπάρχει και από τις συνεχείς πιέσεις που ασκεί ο πρόεδρος Τραμπ στη FED για μείωση των επιτοκίων. Αυτή η κατάσταση, εκτός των άλλων, υποθάλπει την ανεξαρτησία και αξιοπιστία των κεντρικών τραπεζών, η οποία είναι απαραίτητη σε καιρούς κρίσεων.
Στο επόμενο διάστημα οι σχεδιασμοί των Βρυξελλών θα εστιαστούν στη δημιουργία μιας πραγματικής ενιαίας αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών, παρόλες τις αντικειμενικές δυσκολίες. Προσπάθειες θα γίνουν και για την ενιαία τραπεζική αγορά, που αν και προχωρά με βήματα αργά παραμένουν πολλά ζητήματα που χρειάζεται να ρυθμιστούν. Η ενιαία αγορά προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς και η ενιαία τραπεζική αγορά είναι συστατικά απαραίτητα για τον μεγάλο στόχο της κοινής αγοράς κεφαλαίου. Μια ενέργεια απολύτως απαραίτητη για ανάκτηση της χαμένης ανταγωνιστικότητας από την Ευρωζώνη.