ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Χωρίς ηγετική βούληση δεν προκύπτει αλλαγή

Του ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ Κ. ΤΣΟΥΚΑ

Για να μην αλλάξει ριζικά τίποτα, δεν χρειάζεται να υπερασπίζεις το εμφανώς μη υπερασπίσιμο στάτους κβο. Αρκεί να εκφράζεις έναν αβαθή σκεπτικισμό. Διαφθορά στην Κύπρο; Μα παντού στον κόσμο υπάρχει διαφθορά. Έντιμοι δημόσιοι αξιωματούχοι; Ναι, αλλά αρκούν; Πολιτική βούληση για την πάταξη της διαφθοράς; Χρειάζεται, αλλά είναι αρκετή; Ρητορικά μιλώντας, ο ρηχός σκεπτικιστής, δολίως ή αφελώς, εκσφενδονίζοντας ερωτήσεις αβασάνιστα, σπέρνει την αμφιβολία για το εγχείρημα επιτυχούς αντιμετώπισης της διαφθοράς. Προσέξτε πού οδηγεί αυτή η προσέγγιση, ακόμη κι αν δεν είναι αυτή η πρόθεση του σκεπτικιστή: αφού οτιδήποτε κάνεις δεν έχει ριζικά αποτελέσματα, τι νόημα έχει να προσπαθείς; Ή, διαφορετικά: this is Cyprus μάνα μου, δεν αλλάζει τίποτα!

Σχολιάζοντας τη συνέντευξη του Οδυσσέα Μιχαηλίδη στον «Φιλελεύθερο» (27/4/2025), ο κ. Χρύσανθος Μανώλη («Φ», 4/5/25) θέτει σειρά σκεπτικιστικών ερωτήσεων, χωρίς όμως να αναζητά συνθετικές απαντήσεις. Ρωτά, μεταξύ άλλων: «[Η νομοθεσία] από μόνη της δεν βοήθησε έως τώρα να αποκτήσουμε κράτος δικαίου, χωρίς διαφθορά. Αρκεί μήπως μία πολιτική απόφαση για να εφαρμοστούν αποτελεσματικά οι νόμοι; Η εφαρμογή της νομοθεσίας επιβάλλεται, μήπως, διά πυρός και σιδήρου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή το Υπουργικό; Αρκεί ένας Πρόεδρος ή έστω μια Βουλή με ειλικρινή πολιτική βούληση εφαρμογής της νομοθεσίας για να μπει φραγμός στην ασυδοσία και την ατιμωρησία; Όλα τα άλλα γρανάζια του μηχανισμού παραγωγής και εφαρμογής νόμων και απόδοσης δικαιοσύνης ποιος μας λέει πως θα ενεργοποιηθούν με την ίδια αποφασιστικότητα; Τι μπορεί να αλλάξει ένας νέος κρατικός ηγέτης ή ένας νέος βουλευτής ή ένα νέο κόμμα, αν επιστρατεύει απλώς τη βούλησή του να εφαρμόσει τη νομοθεσία; Κανείς δεν μπορεί να το κάνει μόνος του».

Ας δούμε τα ερωτήματα ξανά. Αρκεί η νομοθεσία; Όχι, από μόνη της δεν αρκεί. Γιατί; Διότι πρέπει να εφαρμοστεί. Ποιος θα την εφαρμόσει; Η εκάστοτε κυβέρνηση. Αρκεί η πολιτική βούληση εφαρμογής της νομοθεσίας από την κυβέρνηση; Όχι δεν φτάνει. Πρέπει η δημόσια διοίκηση να είναι σε θέση να την υλοποιήσει. Ποιος εγγυάται κάτι τέτοιο; Ουδεμία εγγύηση υπάρχει. Μπορεί κανείς να αλλάξει τα πράγματα από μόνος του; Φυσικά, δεν μπορεί.

Συνεπώς, τι πρέπει να γίνει; Μα, προφανώς, να ευθυγραμμιστούν όλα τα παραπάνω: να ψηφίζεται η σωστή νομοθεσία, να υπάρχει η βούληση εφαρμογής της νομοθεσίας, και να διοικείται σωστά το κράτος έτσι ώστε να εφαρμόζεται η νομοθεσία σε όλα τα επίπεδα. Αντιλαμβάνεστε ότι η ευθυγράμμιση αυτή δεν συνιστά φυσικό φαινόμενο, όπως η έκλειψη της Σελήνης, αλλά απαιτεί ανθρώπινη ενέργεια. Ένα τέτοιου μεγέθους συλλογικό εγχείρημα αποτελεί Ηράκλειο έργο και γι’ αυτό η στιβαρή αντιμετώπιση της διαφθοράς μετατίθεται διαρκώς στο μέλλον ή, μάλλον, για να είμαι δίκαιος, εξαντλείται σε ένα μίγμα διακοσμητικών μέτρων για να καθησυχάζονται οι ενοχλητικοί ευρωπαίοι, μπαλωμάτων για να καταπραΰνεται η εγχώρια κοινή γνώμη, και αναβολής (ή υπονόμευσης εν εξελίξει) συστηματικών πρωτοβουλιών, οι οποίες πιθανώς θα δυσαρεστήσουν πολιτικούς φίλους, πάσης φύσεως κυκλώματα, και οικονομικούς υποστηρικτές.

Από πού αρχίζει κανείς, τότε, αν είναι σοβαρός μεταρρυθμιστής; Από την κορυφή, προφανώς. Δεν χρειάζεσαι διδακτορικό στη Διοίκηση για να ξέρεις ότι, σε ιεραρχικώς οργανωμένα συστήματα, οι κατέχοντες θέσεις ευθύνης έχουν την πρώτιστη ευθύνη για να θέσουν σε κίνηση τη διαδικασία αλλαγής. Το ερώτημα είναι: το θέλουν πράγματι; Έχουν, κατ’ αρχήν, τη βούληση να συγκρουστούν με συμφέροντα; Θέλουν τη ριζική αλλαγή ή επιζητούν τη μεταρρυθμιστική διακόσμηση;

Προσέξτε: δεν μας λείπει η τεχνογνωσία. Οι διεθνείς οργανισμοί στους οποίους μετέχουμε (Ε.Ε., ΟΟΣΑ, Διεθνής Τράπεζα, ΔΝΤ, κ.λπ.) μας λένε τι πρέπει να κάνουμε. Δεν υπάρχει έλλειψη ιδεών και προτάσεων. Το θετικό να είσαι μια σχετικά νεαρή και υπό θεσμική διαμόρφωση χώρα είναι ότι μπορείς να μάθεις από τις παλαιές και πιο προωθημένες. Εχει δίκιο, λοιπόν, ο κ. Μιχαηλίδης όταν λέει ότι «δεν θα εφεύρουμε τον τροχό. Άλλες χώρες τα έχουν κάνει βίωμα και τα εφαρμόζουν εδώ και χρόνια» (ο.π.). Κοίτα τις σκανδιναβικές χώρες λ.χ. ή το Ηνωμένο Βασίλειο, από τις πιο «καθαρές» χώρες διεθνώς, και θα πάρεις πολλές ιδέες για το τι πρέπει να κάνεις. Υπό μια προϋπόθεση: ότι θέλεις όντως να το κάνεις.

Τίποτα δεν υποκαθιστά την ηγετική βούληση: είναι το απαραίτητο καύσιμο για κάθε διαδικασία μείζονος αλλαγής. Αν υπάρχει η βούληση, βρίσκεται το σχέδιο. Αν, όμως, δεν υπάρχει η βούληση, ακόμη και το καλύτερο σχέδιο θα παραμείνει ανενεργό.

Υπήρχε η βούληση να εξυγιανθεί η Συνεργατική από την κυβέρνηση Αναστασιάδη; Όχι, βέβαια. Η Επιτροπή Αρέστη είναι σαφής: «Οι ευθύνες του υπουργού Οικονομικών [Χάρη Γεωργιάδη] υπήρξαν βαρύτατες για την κατάρρευση του Συνεργατικού Πιστωτικού Συστήματος. Μπορούμε να πούμε ότι είναι κατ’ αναλογία παρόμοιες με τις ευθύνες του όποιου μεγαλομετόχου ιδιωτικής εταιρείας, η οποία καταλήγει σε διάλυση λόγω κακοδιαχείρισης του ιδίου». Παρομοίως, η Επιτροπή Νικολάτου για τα «χρυσά διαβατήρια» ψέγει τον τότε πρόεδρο Αναστασιάδη για σύγκρουση συμφέροντος. Είχε «την υποχρέωση και αυτός να ενεργεί με απόλυτη αμεροληψία και να φαίνεται ότι ενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο». Με άλλα λόγια, αν δεν έχεις τη βούληση να κάνεις το σωστό, τίποτα δεν θα σε υποχρεώσει να το κάνεις.    

Πώς προκύπτει η ηγετική βούληση για αλλαγή; Ουδείς γνωρίζει ακριβώς, αλλά την αναγνωρίζουμε όταν τη βλέπουμε. Για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ήταν η ένταξη της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ. Για τον Κώστα Σημίτη ο εκσυγχρονισμός και το ευρώ. Για τον Γιάννο Κρανιδιώτη, τον Γιώργο Βασιλείου και τον Γλαύκο Κληρίδη, η ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου.

Η ηγετική βούληση αποτυπώνει τον χαρακτήρα του πολιτικού. Η βούληση δεν επιλέγεται όπως επιλέγεται μια δημόσια πολιτική ή ένας υπουργός. Η βούληση προκύπτει οργανικά από τον χαρακτήρα που διαμόρφωσε ο πολιτικός στη διαδρομή του – τις αξίες, τις πεποιθήσεις και τις πρακτικές του.

Ο χαρακτήρας, τονίζει ο Αριστοτέλης, προκύπτει από τον «εθισμό»: πλάθεται από τη συνήθεια. Αν έχεις «εθισθεί» στη συναλλαγή και στη διαπλοκή είναι απίθανο να βρεις τα κότσια να αλλάξεις το σύστημα που σε γαλούχησε. Αν ήσουν, λ.χ., εννέα χρόνια βασικό στέλεχος των κυβερνήσεων Αναστασιάδη, θα είναι δύσκολο να αναγεννηθείς πολιτικά σαν τον φοίνικα όταν γίνεις πρόεδρος. Αν, αντιθέτως, έχεις «εθισθεί» στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος, είναι πιθανότερο να έχεις αναπτύξει τα σωστά ένστικτα για την καταπολέμηση της διαφθοράς.

Ο κυρίαρχος (αν και, ευτυχώς, όχι αποκλειστικός) ανθρωπότυπος που επικράτησε στην κυπριακή πολιτική ζωή ευνοεί την ιδιοτελή συναλλαγή (ατομική ή κομματική). Η πολιτική δεν θεωρείται λειτούργημα (προσφορά στα κοινά), ούτε καν επάγγελμα (μακάρι να θεωρούνταν), αλλά, κυρίως, ένα παιχνίδι αυτο-εξυπηρετικής σταδιοδρομίας ή ωμής κομματικής κατίσχυσης. Ένας τέτοιος πολιτικός χαρακτήρας έχει μάθει να συμβιβάζεται, να ελίσσεται και να σκέπτεται συναλλακτικά, όχι να μάχεται με κόστος για το κοινό καλό.

Εν κατακλείδι, ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης έχει δίκιο όταν τονίζει ότι «το πλέον σημαντικό είναι το πρότυπο και το πρόσταγμα της ηγεσίας, και εννοώ την εκτελεστική εξουσία, ιδίως τον αρχηγό του κράτους, αυτό που χαρακτηρίζεται ως “tone at the top”» (ο.π.). Όταν αλλάζει ο τόνος στην κορυφή, αρχίζουν να αλλάζουν οι προτεραιότητες στην κρατική μηχανή και, σιγά σιγά, να εισάγονται νέες πρακτικές. Αλλά για να αλλάξει ο τόνος στην κορυφή χρειάζεται μια διαφορετικού είδους κορυφή.

Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και αντεπιστέλλον μέλος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών.

www.htsoukas.com

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Προσωπικότητες στην ''Κ'': Τελευταία Ενημέρωση