ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Η εποχή των διορθώσεων

Χειρόγραφο, με την Ελένη Ξένου

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

O Σ. φέρνει τις λεμονάδες με το δύοσμο και μου λέει πως ο δρόμος άδειασε, έκλεισε το “Ξενοδοχείο Ύπνου”, πέρασε η οδός Ληδήνης σε άλλη εποχή. Καιρό είχα νάρθω στο “Xαράτσι”, ένα αλλιώτικο καφενείο δίπλα στην νεκρή ζώνη, έτσι τόχα χαρακτηρίσει κάποτε γράφοντας γι’αυτό στην Lifo, μήπως να επανέλθουμε με ένα καινούργιο αφιέρωμα μου λέει ο Σ., με τίτλο “διορθώσεις”, του λέω, μάλλον περάσαμε και μεις σε άλλη εποχή, εκείνη την διορθώσεων.

Ο Σ. είναι ο ιδιοκτήτης του καφενείου, τον ξέρω χρόνια, ποιητής, αυτό σπούδασε και μια μέρα, δώδεκα χρόνια πριν, σκέφτηκε πως θάθελε να πετύχει μια άλλη επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, πιο ουσιαστική, που να αναιρεί τους διαχωρισμούς, βρήκε λοιπόν αυτό το καφενείο με την “ιδιαίτερη” γεωγραφία και αποφάσισε να γίνει ο ένοικος του. Πάραδίπλα η πράσινη γραμμή, πιο πέρα η παλιά Ηλεκτρική με τις εκθέσεις τέχνης, στο πιο κάτω στενό το “Θεραπευτήριο Μελαγχολίας” που έκλεισε αλλά του έμεινε η ταμπέλα και ευθεία ένα από τα εναπομείνοντα μπουρδέλα της γειτονιάς. Τί κάνει η Ρ; ρωτώ τον Σ, έφυγε μου λέει, τώρα ήρθε άλλη στο μπουρδέλο, κρίμα, την συμπαθούσα την Ρ, του λέω, θυμάμαι την μέρα που με είδε να περνώ απέξω και μου κέρασε καφέ, το περιγράφω στο Σ, εκείνη με τα τιγρέ της εσώρουχα και τις γόβες στιλέτο, εγώ με τις αθλητικές μου φόρμες, η μια απέναντι στην άλλη και στο βάθος μια αφίσα της Νέας Υόρκης κολλημένη στον τοίχο, πόση παραδοξότητα να χωρέσει σε ένα δωμάτιο, του λέω. Ο Έτγκαρ Κέρετ το είπε καλύτερα: “Για μένα το παράλογο και το παράδοξο είναι μια υπερρεαλιστική περιγραφή του κόσμου που ήδη ζω”, αυτό είχε πει και ο Κορτάσαρ είπε κάτι παρόμοιο, πως “ένιωθε πιο ρεαλιστής από του ρεαλιστές αφού οι ρεαλιστές δέχονταν την πραγματικότητα μέχρις ενός ορισμένου σημείου, ενώ εκείνος δεχόταν μια πραγματικότητα πιο ευρύτερη, πιο ελαστική, πιο εκτεταμένη, που χωρούσε τα πάντα”.

Ο τρίτος μας φίλος-κι’αυτουνού από σίγμα αρχίζει το όνομα του- ακουμπά με την πλάτη του στον τοίχο, τραβά μια τζούρα από το ηλεκτρονικό του τσιγάρο και σιγομουρμουρίζει πως η αποτυχία είναι σπουδαία υπόθεση, δεν ξέρω ποιός συνειρμός τον πήγε στην αποτυχία αλλά τον ακούω να λέει πως οι Φιλανδοί γιορτάζουνε την μέρα της αποτυχίας και πως μαζεύονται και μιλάνε ανοιχτά για λάθη τους ακόμα και για τα πιο ντροπιαστικά. Η Φιλανδία όμως πέφτει πολύ μακριά και άρα αλλάζουμε παράγραφο, επανερχόμαστε στις διορθώσεις, ο Σ λέει πως και τώρα τα ίδια θα μου έλεγε για το καφενείο όπως και τότε, ο ίδιος όμως διόρθωσε πάνω του πολλά, έκοψε το ποτό και το τσιγάρο και το κρέας, είδε κάποιους εβδομηντάχρονους, λέει, σε ένα ταξίδι του στη Τζαμάικα που ζούσανε υγιεινά, πόση ενέργεια και πόση ζωή είχαν μέσα τους και αποφάσισε να κάνει το ίδιο, όσο είναι ακόμα νωρίς.

Με ρωτά άν γράφω κανένα βιβλίο, του λέω πως ξεκινώ και τα αφήνω στην μέση, το ίδιο και κείνος, ίσως τελικά η ουσιαστική επικοινωνία νάναι η μόνη επαναστατική πράξη που μας έχει απομείνει, λέει μετά και το αφήνω ασχολίαστο. Απλώνω τα πόδια μου στην άσφαλτο, σκέφτομαι να βγάλω τα παπούτσια, ο αέρας όμως έγινε πιο ψυχρός και με αποτρέπει, βλέπω την Ε να έρχεται από το βάθος, μόλις έχει τελειώσει το μάθημα όπου διδάσκει ιστορία της τέχνης, χρειάζεται επειγόντως κάτι αλκοολούχο λέει, ο Σ της φέρνει μια μπύρα. Τί νέα την ρωτάω, πίνει μια γουλιά και αρχίζει να περιγράφει την μέρα της, μούρχεται να την πάρω αγκαλιά, έτσι στο ξαφνικό, δεν ξέρω γιατί, ίσως νάναι που νιώθω πως μπήκαμε σε άλλη εποχή, εκείνη των διορθώσεων.

Ο Σ μας αφήνει και πηγαίνει εκεί που κάθεται ο κ. Δημήτρης, ο κ. Δημήτρης είναι της γειτονιάς, κυκλοφορεί συνήθως με το σκυλί του, που είναι το σκυλί; του γνέφω από μακριά, πέθανε λέει φωναχτά, πάει καιρός τώρα, στεναχωριέμαι. “Πόσο καλύτερα θα ήταν άν καταλαβαίναμε πως είμαστε μόνοι κι’αν ξεκινάγαμε από αυτή την βαθειά αλήθεια”, λέει ο Ρίλκε και δεν ξέρω γιατί ήρθανε στο μυαλό μου τα λόγια του. Ίσως να τάφερε το βλέμμα του κ. Δημήτρη, ίσως τα βαρέλια της διαχωριστικής γραμμής που ο Σ. τάβαψε πράσινα, ίσως όμως νάναι και κείνα τα αγριόχορτα μέσα στην νεκρή ζώνη που ψήλωσαν και πύκνωσαν και κρύψανε όλες τις αδιόρθωτες σιωπές μας.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
Κύπρος  | 
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Χειρόγραφα: Τελευταία Ενημέρωση

Προορισμός σήμερα η Μεσαιωνική Αμμόχωστος, δεν έχω πάει ποτέ, νάσαι «τουρίστας» στον ίδιο σου τον τόπο είναι κάτι σαν ...
Της Ελένης Ξένου
 |  ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ
Πώς είναι δυνατόν να δηλώνουμε συγκλονισμένοι και συνάμα να συνεχίζουμε να κάνουμε τις ίδιες ακριβώς κινήσεις που κάναμε ...
Της Ελένης Ξένου
 |  ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ
Προλαβαίνει πια κανείς να ταξιδέψει μέσα στον εαυτό του διερωτώμαι, σαν τρενάκι φόβου καταντήσαμε τις ζωές μας που γυρίζει ...
Της Ελένης Ξένου
 |  ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ
Μια πλατεία γεμάτη από ξέχωρες μοναξιές που περιφέρονται μέσα στο σκοτάδι ψάχνοντας εκείνο που έχει μέσα τους χαθεί
Της Ελένης Ξένου
 |  ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ
Όχι δεν ξέρουμε να αναπνέουμε, έχουμε ξεχάσει πως, αναπνέουμε τόσο όσο για να υπάρχουμε, όσο για να μετακινούμαστε από το ...
Της Ελένης Ξένου
 |  ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ